ΣΤΙΓΜΕΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΓΚΟΣ & ΜΑΥΡΟΙ ΚΥΚΛΟΙ


 (γιατί δεν αλλάζει αυτός ο γαμημένος κόσμος πατέρα;)



α. Της Ευχής


Στρογγυλεμένα ακρόνειρα

όνειρα γεννημένα στα υγρά νεκροταφεία των ματιών μας

καταγράφουν στο χωροχρόνο καρέ καρέ

τις κραυγαλέες σιωπές του φόβου μας.

Οπλιζόμαστε με σκελετούς αραχνιασμένους

στα ηρωικά πεδία της ηλεκτρονικής ντουλάπας μας.

Κάθε στιγμή που πατάμε τη σκανδάλη

στο τηλεχειριστήριο της συνενοχής μας

κάνουμε πάντα την ίδια ευχή

Παναγία μου να μην είναι αυτή η σφαίρα

για το δικό μας παιδί στο άλλο ημισφαίριο”.


β. Του Χαμόγελου


Πλαστήκαμε από Γη κι Ουρανό.

Γινόμαστε ωκεανοί στη γυάλα

να παριστάνουμε τα χρυσόψαρα.

’γριος κι ατίθασος ποταμός ο χρόνος μας

βαλτώνει σε βόθρους με ρατσιστικό μίσος.

Γεννηθήκαμε καθάριο νερό

κι από τη πρώτη ανάσα μας

εκπαιδευόμαστε από κρατικούς οχετούς.

Εκκλησιαζόμαστε σε θαλάσσια ενυδρεία

και κολλάμε με σάλιο θείας κοινωνίας

σπασμένους ανθρώπινους καθρέπτες.

Χαιρέκακοι ελεήμονες

πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό

χαφιεδίζοντας, συκοφαντώντας

βασανίζοντας ζώα

χλευάζοντας κάθε ιδιαιτερότητα

κάθε χρώμα, κάθε διαφορετικότητα

παρακαλώντας τον ιδιωτικό μικροπαράδεισό μας

να στερέψει την πηγή του γείτονα

γιατί η δική μας μόνο λάσπη βγάζει.

Ερωτευμένοι παράφορα

με την εθελοντική εθνοδουλεία

σφουγγίζουμε τους κώλους των αφεντικών

κάνοντας βαρκάδα στην αιματοβαμμένη

λαοθάλασσα των ανέργων

Κι αναρωτιόμαστε υστερικά

πως στέγνωσε η αλήθεια από τα μάτια μας;

Πως στέγνωσε η πίστη μας στον ’νθρωπο;

Πως στέγνωσε η συμπόνοια, η αλληλεγγύη;

Γιατί διάολε δεν υπάρχει

ένας κερατάς θεός

να στεγνώσει τις πληγές της φτώχειας;

Να στεγνώσει τι κάνες των όπλων;

Να στεγνώσει το βούρκο της κόλασής μας;

Να στεγνώσει τα δάκρυά μας;

έστω για μια στιγμή

από τα καθημερινά

κατακρεουργημένα

ανθρώπινα χαμόγελα;


γ. Της Αιωνιότητας


Και την άλλη μέρα

πάλι από την αρχή.

ΟΑΕΔ, χωματερή,

εφημερεύοντα νοσοκομεία,

συσσίτιο, ενορία,

παρακάλια για μεροκάματο.

Aυτόφωρο, κρατητήριο,

ενεχυροδανειστήριο, βρεγμένη χαρτοκούτα.

Έλιωσαν τα πόδια μας πάνω κάτω

κουβαλώντας ρακοσυλλέκτες όνειρα

στην Πανεπιστημίου, στη Σταδίου

στην λεωφόρο απόγνωσης και Ζωοδόχου Πηγής.

Χτίσαμε με τα ίδια μας τα χέρια

τις τσιμεντένιες ιδανικές φυλακές μας

χωρίς γεύση, χωρίς άρωμα.

Βάλαμε στα υποθηκευμένα κελιά μας

συναγερμούς λησμονιάς.

Ξαγρυπνούμε κλειδαμπαρώνοντας

φοβούμενοι την εγκληματική αδιαφορία μας.

Ατσαλώνουμε τραπεζικές βιτρίνες

να ταΐσουμε την κιμαδομηχανή τους.

Μαστουρώνουμε με τηλεοπτικά

δελτία προκατασκευασμένων ειδήσεων.

Αυτοΐκανοποιούμαστε αλυσοδεμένοι

με τα χρυσά άντερά μας.

Στοιχηματίζουμε μανιωδώς

παρατηρώντας άστεγους να τρώνε τις σάρκες τους.

Ποντάρουμε στον κανιβαλισμό

για να χορτάσουμε μέσα μας

το ενοχικό σύνδρομο του επιζώντα.

Καταναλώνουμε με λαχτάρα προϊόντα του κώλου μας

και καμαρώνουμε σαν ευνούχοι αρχιδοξύστες.

Ροκανίζουμε σαν μισθοφορικά κομματικά σκουλήκια

το πτώμα του συνδικαλιστικού μεταξοσκώληκα.

Ηδονοβλεψίες ανοργασμικοί

παρατηρούμε το θάνατο να σνιφάρει

τις άσπρες λωρίδες της ασφάλτου

πλάι στις διαβάσεις των κόκκινων γραμμών της εξουσίας.

Εκεί που είναι εθισμένο

το αίμα κι όνειρο της εργατικής τάξης.

Μια στιγμή που μοιάζει αιωνιότητα.


δ. Της Μαριωρής


Κυρίες και κύριοι απόψε στο χωριό μας

το αθάνατο βουρκολικό έπος

«Η ΘΕΟΜΟΥΝΑ ΠΑΡΘΕΝΑ ΑΓΕΛΛΑΣ

ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΕΟΣ ΚΑΛΠΟΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΜΝΑΣ».

Κυρίες και κύριοι σήμερις κι αποβραδύς

ο μεγάλοι λαϊκοί πρωταγωνιστές της μιας δραχμής

με τον μεγάλο επιχειρηματικό θίασο της παρακμής.

Ακροβάτες, μάγοι, βολευτές της ντροπής

κι ο εθνικός κλόουν της πατρίδος ο καπηλευτής.

Κυρίες και κύριοι

μια μουντιαλική υπερπαραγωγή για κάθε αλάνι

με την ευγενική χορηγία

από το πολυεθνικό ντουμάνι της εταιρίας

ΔΩΣΕ ΠΡΕΖΑ ΣΤΟ ΛΑΟ

ΝΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΤΟ

γιατί όσα δεν φέρνει η στιγμή

τα φέρνει όλα ο κώλος σου Μαριωρή.








ε. Της Ορφάνειας


Μπουκάρεις κι αδειάζεις τα θησαυροφυλάκια

και τα ορυχεία ολάκερου του σύμπαντος.

Φέρνεις τα άστρα μπροστά στα πόδια τους.

Ανακαλύπτεις έτη φωτός στο σκοτάδι του ανθρώπου.

Αλλά δεν ξεχρεώνεις ότι σε ανάγκασαν να δανειστείς.

Γιατί στόχος κάθε στιγμή είσαι εσύ.

Γιατί έχεις χρόνο κι είσαι επικίνδυνος.

Γιατί ζούνε μόνο για να να κλέβουν το χρόνο σου.

Να κερδίζουν από το χρόνο σου.

Να μην σκέφτεσαι τίποτα άλλο.

Παρά να πληρώνεις

Να πληρώνεις, να πληρώνεις

Να χρωστάς, να χρωστάς

Στην Gun Company Oil

να πληρώνεις μαύρο δάκρυ 24 καρατίων για να ζεσταθείς.

Στην World Genius Electric

να χρωστάς ημερομίσθια μαύρης δουλεμπορίας

για φαΐ, σκατό και ύπνο.

Στην Βαnk Fruits Life Ιnsurance

να πληρώνεις παρακαλώντας στα τέσσερα

να αγοράσεις ανθρωπιά το μαύρο Σάββατο.

Στην Moda International Corporation

να χρωστάς για να γαμήσει

το μέλλον των παιδιών σου στη μαύρη αγορά.

Να εκπορνεύεσαι κάθε ώρα και στιγμή

φορώντας λευκό φωτοστέφανο

στα ιδανικά μαύρα σκλαβοπάζαρα της επιβίωσης.

Να έχουν τον χρόνο σου

οι τηλεκοντρολάρχες αυνανιστές

της εικονικής πραγματικότητας

να φτιάχνουν με πλαστικό χρήμα

γελαστές μάσκες βιολογικού πολέμου,

να εξαγοράζουν διαδικτυακά συνειδήσεις,

να κατασκευάζουν τρόπους εκμετάλλευσης

του ανθρώπου από το κτήνος.

Και δεν μπορούν, ε δεν μπορούν

να βρουν μια στιγμή

να απαλύνουν τον πόνο από τα μάτια

ενός άρρωστου ορφανού παιδιού.



στ. Της Ζωής


Κι ως πότε πατέρα θα καταπίνουμε

το διαβολόχορτο των Αγγέλων

ελπίζοντας στην αρχαία παραμύθα

της δανεικής νεκρανάστασης;

Μπορείς να ταΐσεις τους πεινασμένους αμνούς

στα ελεήμονα σφαγεία των λύκων του παραδείσου;

Μπορείς με μια χούφτα δάκρυα

να σβήσεις της κόλασής σου το καμίνι;

Μπορείς με παιδικά χάρτινα καράβια του αρχιπελάγους

να ημερέψεις τον πεινασμένο δράκοντα της προσφυγιάς;

Μπορείς με αρχαγγέλων πολιτικές προσευχές

να σκοτώσεις τον σατανά του κέρδους;

Όχι, η ζωή μας είναι αναρχική κομμούνα

έτοιμη να εξεγερθεί μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.

Να μοιραστεί σαν μια μπουκιά ψωμί

ζυμωμένο με αίμα και κρασί

στη μνήμη των δολοφονημένων συντρόφων μας

εκεί στα κοινωνικά οδοφράγματα που μαθαίνεις

να υψώνεις ανάστημα ενάντια στο φασισμό.

Μαυροκόκκινη παντιέρα το αλώνι του μέλλοντος.

Μα θα γενεί κι αλέτρι για να ξεριζώσει

τους αγκυλωτούς σταυρούς της λήθης

από τα χέρσα χωράφια του παρελθόντος

και δρεπάνι θερισμού

για να ταϊστούν όλοι οι πεινασμένοι

να βρουν το δίκιο τους όλοι οι αδύναμοι.

Μια στιγμή συγκομιδής από τη δική μας ελευθερία

είναι η δική τους ολάκερη η μίζερη ζωή.


ζ. Της Συγγνώμης


Σου λένε μάθε να ξεχνάς.

Είναι καλύτερα για όλους.

Θα πονάς λιγότερο.

Να μάθεις να θυμάσαι ρε.

Είναι η άμυνά μας.

Θυμάσαι ρε τις ποδηλατάδες στο βουνό;

Τα πατίνια στις αυτοσχέδιες πίστες;

Τα γκράφιτι και τα συνθήματα στους τοίχους;

Τα χάρτινα καράβια στα λασπόνερα;

Τους πολύχρωμους χαρταετούς

την σκασμένη μπάλα στην αλάνα,

τον πετροπόλεμο, τα σπασμένα τζάμια του

χαφιέ γείτονα

το κυνηγητό, η τσουλήθρα,

οι κούνιες στα κλαδιά των δένδρων

οι πάνινες κούκλες

οι πρώτοι μας σχολικοί πόθοι

οι πρώτες πορείες

τα πρώτα φιλιά να μυρίζουν γιασεμί

η μάνα ζυμωτά κουλούρια και γάλα.

Καλοκαιριάτικες νύχτες με ιστορίες στις ταράτσες.

Πασατέμπο στα θερινά σινεμά.

Γλέντια ρετσίνας με ρεμπέτικα σαρανταπεντάρια

Να στριφογυρίζουν απλωμένες οι ροζιασμένες παλάμες

Τα ανοιχτά λευκά πουκάμισα να ανεμίζουν

πλάι σε δαντελωτά και μεταξένια

να μοσχοβολούν πράσινο σαπούνι κι αγιόκλημα.

Σιμά στο αναμμένο καντήλι

καρφωμένες φωτογραφίες με σκαμμένα πρόσωπα

να φορούν ζιπούνα και ζίπκα της προσφυγιάς.

Τους γονιούς μας να μεταναστεύουν στην

Αμέρικα, στην Γερμανία.

Τα ανήλικα αδέρφια να μπαρκάρουν

Οι αδερφές να γερνούν στα υφαντουργία

να λιώνουν σαν παραδουλεύτρες

Οι νυφάδες να γεννούν στα χωράφια

Στα γιαπιά να σακατεύεται η φτωχολογιά

να θάβεται ζωντανή στους μεταλλευτικούς

τάφους του Λαυρίου.

Η γιαγιά κι ο παππούς από τον ΕΛΑΣ στο ΕΑΤ ΕΣΑ

στην Μακρόνησο, στη Γυάρο,

στον Αη Στράτη, στην Μπουμπουλίνας, στο Γεντί Κουλέ,

στα μπουντρούμια του Βαρδάρη...

Κι ο διορισμένος δημόσιος λειτουργός

να μας κουνά το δάχτυλο

και να μη βρίσκει μια στιγμή

για να ζητήσει συγνώμη από το χώμα που πατεί

εκεί στους οικογενειακούς μας τάφους

της Καισαριανής, της Κοκκινιάς,

Στο Μεσόβουνο της Κοζάνης

στα χωριά ’νω Κάτω Κεδρύλλια,

στο Δομένικο, Κομμένο της ’ρτας, Καλάβρυτα,

στα ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας

Μονοδένδρι, Κλεισούρα, Λεβίδι, Κοντομάρι Κυδωνίας,

στο Κερατσίνι.


Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια