Βαδίζω Το Δρόμο Μου
Το δρόμο μου, που έχει μία μόνο λωρίδα κυκλοφορίας: τη δική μου.
Στ’ αριστερά μου, ένας αιώνιος τοίχος χωρίζει το δρόμο μου απ’ το δρόμο κάποιου που βαδίζει δίπλα μου, απ’ την άλλη πλευρά του τοίχου.
Πού και πού, σ’ αυτόν τον τοίχο βρίσκω μια τρύπα, ένα παράθυρο, μια σχισμή... Και μπορώ να κοιτάξω το δρόμο του γείτονα ή της γειτόνισσάς μου.
Μια μέρα, καθώς περπατώ, μου φαίνεται ότι βλέπω στην άλλη άκρη του τοίχου μια μορφή που κινείται στο δικό μου ρυθμό, προς την ίδια κατεύθυνση.
Κοιτάζω αυτή τη μορφή: είναι μια γυναίκα. Είναι όμορφη.
Με βλέπει και αυτή. Με κοιτάζει.
Την ξανακοιτάζω.
Της χαμογελώ... Μου χαμογελά.
Παίρνει πάλι να βαδίζει το δρόμο της, κι εγώ επιταχύνω το βήμα μου γιατί ανυπομονώ για την επόμενη ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με αυτήν την γυναίκα.
Στο επόμενο παράθυρο κοντοστέκομαι μισό λεπτό.
Όταν εκείνη φτάνει, κοιταζόμαστε μέσα από το άνοιγμα.
Της δείχνω με νοήματα πόσο πολύ μου αρέσει.
Μου απαντά με νοήματα. Δεν ξέρω αν σημαίνουν ό,τι και τα δικά μου, αλλά διαισθάνομαι ότι καταλαβαίνει τι θέλω να της πω.
Νιώθω ότι θα μπορούσα να σταθώ αρκετή ώρα να την κοιτάζω και να την αφήνω να με κοιτάζει, αλλά ξέρω πως ο δρόμος μου συνεχίζεται...
Λέω στον εαυτό μου ότι ίσως, παρακάτω, να υπάρχει μια πόρτα. Και ίσως να μπορώ να την διαβώ για να συναντηθώ μαζί της.
Τίποτα δεν δίνει περισσότερη σιγουριά από την επιθυμία, κι έτσι επιταχύνω για να βρω την πόρτα που φαντάζομαι.
Αρχίζω να τρέχω με τη ματιά μου καρφωμένη στον τοίχο.
Λίγο πιο κάτω, η πόρτα εμφανίζεται.
Είναι εκεί, στην άλλη πλευρά, η πολυπόθητη πια και αγαπημένη μου σύντροφος. Περιμένοντας... Περιμένοντάς με...
Κάνω μια χειρονομία. Αυτή μου επιστρέφει ένα φιλί με τον αέρα.
Μου κάνει ένα νόημα σαν να με καλεί. Μου αρκεί.
Επιταχύνω προς την πόρτα για να βρεθώ μαζί της στη δική της πλευρά του τοίχου.
Η πόρτα είναι πολύ στενή. Περνάω ένα χέρι, περνάω έναν ώμο, ρουφάω λίγο το στομάχι, στρίβω λιγάκι το σώμα μου, σχεδόν καταφέρνω να περάσω το κεφάλι μου... Αλλά το δεξί μου αφτί μένει σφηνωμένο.
Σπρώχνω.
Δεν υπάρχει τρόπος. Δεν περνάει.
Και δεν μπορώ να βοηθήσω με το χέρι μου, γιατί δεν περνάει ούτε δαχτυλάκι εκεί μέσα.
Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσω μαζί με το αφτί μου, κι έτσι παίρνω μια απόφαση... (γιατί η αγαπημένη μου είναι εκεί και με περιμένει... γιατί είναι η γυναίκα που πάντα ονειρευόμουν και με καλεί...)
Βγάζω ένα σουγιά από την τσέπη μου και, με μια γρήγορη κίνηση βρίσκω το κουράγιο να κόψω το αφτί μου για να περάσω απ’ την πόρτα.
Και το καταφέρνω: το κεφάλι μου περνάει.
Αλλά, μετά το κεφάλι μου, βλέπω πως και ο ώμος μου μένει παγιδευμένος.
Η πόρτα δεν έχει το σχήμα του σώματός μου.
Βάζω δύναμη, αλλά δεν υπάρχει λύση. Το χέρι και το σώμα μου έχουν περάσει, αλλά ο άλλος μου ώμος και το άλλο μου χέρι δεν περνούν...
Και δεν με νοιάζει τίποτα, οπότε...
Κάνω πίσω, και χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες παίρνω φόρα και ορμώ να περάσω την πόρτα.
Από το χτύπημα, ο ώμος μου εξαρθρώνεται και το χέρι μου μένει κρεμασμένο και άψυχο. Αλλά τώρα, ευτυχώς, σε μια θέση που μου επιτρέπει να περάσω την πόρτα...
Είμαι πια σχεδόν στην άλλη πλευρά.
Μόλις είμαι έτοιμος να ολοκληρώσω το πέρασμά μου από τη σχισμή, συνειδητοποιώ ότι το δεξί μου πόδι έχει μείνει κολλημένο στην άλλη πλευρά.
Όσο και να προσπαθώ, δεν καταφέρνω να περάσω. Δεν υπάρχει τρόπος. Η πόρτα είναι υπερβολικά στενή για να περάσει ολόκληρο το σώμα μου.
Υπερβολικά στενή: δεν χωρούν και τα δύο μου πόδια...
Δε διστάζω. Είμαι πια σχεδόν δίπλα στην αγαπημένη μου.
Δεν μπορώ να κάνω πίσω... Έτσι, αρπάζω τον μπαλτά και σφίγγοντας τα δόντια δίνω ένα χτύπημα και κόβω και το πόδι.
Ματωμένος, κουτσός, στηριγμένος στον μπαλτά και με το ένα χέρι εξαρθρωμένο, μ’ ένα αφτί κι ένα πόδι λιγότερο, συναντιέμαι με την αγαπημένη μου.
«Να ’μαι. Επιτέλους, πέρασα. Με κοίταξες, σε κοίταξα, σε ερωτεύτηκα. Πλήρωσα όλα τα τιμήματα για σένα. Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο. Δεν έχουν σημασία οι θυσίες. Άξιζε το κόπο, αν έγιναν για να συναντηθώ μαζί σου, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε μαζί... Μαζί, για πάντα...»
Αυτή με κοιτάζει και της ξεφεύγει ένας μορφασμός.
«Έτσι, όχι... Έτσι, δεν θέλω... Εμένα μου άρεσες όταν ήσουν ολόκληρος.»
Bucay J. - Ιστορίες να σκεφτείς, εκδόσεις Opera (2008)
Το δρόμο μου, που έχει μία μόνο λωρίδα κυκλοφορίας: τη δική μου.
Στ’ αριστερά μου, ένας αιώνιος τοίχος χωρίζει το δρόμο μου απ’ το δρόμο κάποιου που βαδίζει δίπλα μου, απ’ την άλλη πλευρά του τοίχου.
Πού και πού, σ’ αυτόν τον τοίχο βρίσκω μια τρύπα, ένα παράθυρο, μια σχισμή... Και μπορώ να κοιτάξω το δρόμο του γείτονα ή της γειτόνισσάς μου.
Μια μέρα, καθώς περπατώ, μου φαίνεται ότι βλέπω στην άλλη άκρη του τοίχου μια μορφή που κινείται στο δικό μου ρυθμό, προς την ίδια κατεύθυνση.
Κοιτάζω αυτή τη μορφή: είναι μια γυναίκα. Είναι όμορφη.
Με βλέπει και αυτή. Με κοιτάζει.
Την ξανακοιτάζω.
Της χαμογελώ... Μου χαμογελά.
Παίρνει πάλι να βαδίζει το δρόμο της, κι εγώ επιταχύνω το βήμα μου γιατί ανυπομονώ για την επόμενη ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με αυτήν την γυναίκα.
Στο επόμενο παράθυρο κοντοστέκομαι μισό λεπτό.
Όταν εκείνη φτάνει, κοιταζόμαστε μέσα από το άνοιγμα.
Της δείχνω με νοήματα πόσο πολύ μου αρέσει.
Μου απαντά με νοήματα. Δεν ξέρω αν σημαίνουν ό,τι και τα δικά μου, αλλά διαισθάνομαι ότι καταλαβαίνει τι θέλω να της πω.
Νιώθω ότι θα μπορούσα να σταθώ αρκετή ώρα να την κοιτάζω και να την αφήνω να με κοιτάζει, αλλά ξέρω πως ο δρόμος μου συνεχίζεται...
Λέω στον εαυτό μου ότι ίσως, παρακάτω, να υπάρχει μια πόρτα. Και ίσως να μπορώ να την διαβώ για να συναντηθώ μαζί της.
Τίποτα δεν δίνει περισσότερη σιγουριά από την επιθυμία, κι έτσι επιταχύνω για να βρω την πόρτα που φαντάζομαι.
Αρχίζω να τρέχω με τη ματιά μου καρφωμένη στον τοίχο.
Λίγο πιο κάτω, η πόρτα εμφανίζεται.
Είναι εκεί, στην άλλη πλευρά, η πολυπόθητη πια και αγαπημένη μου σύντροφος. Περιμένοντας... Περιμένοντάς με...
Κάνω μια χειρονομία. Αυτή μου επιστρέφει ένα φιλί με τον αέρα.
Μου κάνει ένα νόημα σαν να με καλεί. Μου αρκεί.
Επιταχύνω προς την πόρτα για να βρεθώ μαζί της στη δική της πλευρά του τοίχου.
Η πόρτα είναι πολύ στενή. Περνάω ένα χέρι, περνάω έναν ώμο, ρουφάω λίγο το στομάχι, στρίβω λιγάκι το σώμα μου, σχεδόν καταφέρνω να περάσω το κεφάλι μου... Αλλά το δεξί μου αφτί μένει σφηνωμένο.
Σπρώχνω.
Δεν υπάρχει τρόπος. Δεν περνάει.
Και δεν μπορώ να βοηθήσω με το χέρι μου, γιατί δεν περνάει ούτε δαχτυλάκι εκεί μέσα.
Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσω μαζί με το αφτί μου, κι έτσι παίρνω μια απόφαση... (γιατί η αγαπημένη μου είναι εκεί και με περιμένει... γιατί είναι η γυναίκα που πάντα ονειρευόμουν και με καλεί...)
Βγάζω ένα σουγιά από την τσέπη μου και, με μια γρήγορη κίνηση βρίσκω το κουράγιο να κόψω το αφτί μου για να περάσω απ’ την πόρτα.
Και το καταφέρνω: το κεφάλι μου περνάει.
Αλλά, μετά το κεφάλι μου, βλέπω πως και ο ώμος μου μένει παγιδευμένος.
Η πόρτα δεν έχει το σχήμα του σώματός μου.
Βάζω δύναμη, αλλά δεν υπάρχει λύση. Το χέρι και το σώμα μου έχουν περάσει, αλλά ο άλλος μου ώμος και το άλλο μου χέρι δεν περνούν...
Και δεν με νοιάζει τίποτα, οπότε...
Κάνω πίσω, και χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες παίρνω φόρα και ορμώ να περάσω την πόρτα.
Από το χτύπημα, ο ώμος μου εξαρθρώνεται και το χέρι μου μένει κρεμασμένο και άψυχο. Αλλά τώρα, ευτυχώς, σε μια θέση που μου επιτρέπει να περάσω την πόρτα...
Είμαι πια σχεδόν στην άλλη πλευρά.
Μόλις είμαι έτοιμος να ολοκληρώσω το πέρασμά μου από τη σχισμή, συνειδητοποιώ ότι το δεξί μου πόδι έχει μείνει κολλημένο στην άλλη πλευρά.
Όσο και να προσπαθώ, δεν καταφέρνω να περάσω. Δεν υπάρχει τρόπος. Η πόρτα είναι υπερβολικά στενή για να περάσει ολόκληρο το σώμα μου.
Υπερβολικά στενή: δεν χωρούν και τα δύο μου πόδια...
Δε διστάζω. Είμαι πια σχεδόν δίπλα στην αγαπημένη μου.
Δεν μπορώ να κάνω πίσω... Έτσι, αρπάζω τον μπαλτά και σφίγγοντας τα δόντια δίνω ένα χτύπημα και κόβω και το πόδι.
Ματωμένος, κουτσός, στηριγμένος στον μπαλτά και με το ένα χέρι εξαρθρωμένο, μ’ ένα αφτί κι ένα πόδι λιγότερο, συναντιέμαι με την αγαπημένη μου.
«Να ’μαι. Επιτέλους, πέρασα. Με κοίταξες, σε κοίταξα, σε ερωτεύτηκα. Πλήρωσα όλα τα τιμήματα για σένα. Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο. Δεν έχουν σημασία οι θυσίες. Άξιζε το κόπο, αν έγιναν για να συναντηθώ μαζί σου, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε μαζί... Μαζί, για πάντα...»
Αυτή με κοιτάζει και της ξεφεύγει ένας μορφασμός.
«Έτσι, όχι... Έτσι, δεν θέλω... Εμένα μου άρεσες όταν ήσουν ολόκληρος.»
Bucay J. - Ιστορίες να σκεφτείς, εκδόσεις Opera (2008)
0 Σχόλια