Η καλοκαιρινή μέρα – της Μαίρη Όλιβερ

Ποιος έφτιαξε τον κόσμο;
Ποιος έφτιαξε τον κύκνο και τη μαύρη αρκούδα;
Ποιος έφτιαξε την ακρίδα;
Αυτήν την ακρίδα, εννοώ
—αυτήν που πετάχτηκε απ’ τη χλόη,
αυτήν που τρώει ζάχαρη απ’ το χέρι μου,
που κουνά τα σαγόνια της μπρος πίσω αντί για πάνω κάτω—
που κοιτά τριγύρω με τα τεράστια περίπλοκα μάτια της.
Τώρα σηκώνει τους χλομούς πήχεις της και πλένει το πρόσωπό της.
Τώρα χτυπά τα φτερά της και πετά μακριά.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι μια προσευχή.
Δεν ξέρω πώς να δίνω βάση, πώς να πέφτω στη χλόη,
πώς να είμαι ανενεργή κι ευλογημένη, πώς να κάνω βόλτες στα λιβάδια,
που είναι αυτό που κάνω όλη μέρα.
Πες μου, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω;
Δεν πεθαίνουν τα πάντα στο τέλος και μάλιστα γρήγορα;
Πες μου, τι σχεδιάζεις να κάνεις
με τη μία και άγρια και πολύτιμη ζωή σου;

Mary Oliver
[Από την ανθολογία του του Ντίνου Σιώτη, 69 Αμερικανοί Ποιητές, εκδόσεις Κοινωνία των δε_κάτων.]

Μετάφραση: Ντίνος Σιώτης
frear



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια