Ιστορίες δίσκων – η ιστορία μιας ζωής
Ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη ζωή του. Με γυρίσματα από την οδό Ζήνωνος όπου μεγάλωσε μέχρι την Αγία Σοφία στον Πειραιά, την Κυψέλη όπου πέρασε τα νεανικά του χρόνια, μέχρι την Αμερική. Μέσα από τις αφηγήσεις του, ξεδιπλώνεται η προσωπική του ιστορία και η καριέρα του.
Τριαπέντε χρόνια από την πρώτη της μέρα, η εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη, απασχολεί μέχρι και σήμερα από τους μουσικόφιλους μέχρι τα blogs: όπως το μουσικό blog του άλλοτε παραγωγού στον Ροκ FM Μανώλη Βαρδή, cassettes.wordpress.com, το 2005songs.blogspot.com ή το blog του συγγραφέα Άρη Δημοκίδη enteka.blogspot.com που με τον τρόπο του το καθένα, δηλώνουν fan του.
Η διάκριση τού να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ για εκείνον «ήρθε από την Νικόλ Αλεξανδροπούλου, μια ΕλληνοΙταλίδα φωτογράφο και σκηνοθέτη», λέει ο Γιάννης Πετρίδης. «Δεν με γνώριζε πριν, αλλά διάβασε όπως μου είπε στο blog του Enteka (enteka.blogspot.com) «11 λόγους για τους οποίους ακούει Γιάννη Πετρίδη» και αυτό την έκανε να ενδιαφερθεί να μάθει ποιος είμαι. Με πήρε τηλέφωνο πριν από ένα ενάμισι χρόνο. Συναντηθήκαμε και μου πρότεινε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για μένα, στο οποίο, παράλληλα με την προσωπική μου ιστορία και καριέρα, θα ξεδιπλώνεται και η μουσική ιστορία της Ελλάδας, όχι μόνο από το ’75 που ξεκίνησα εγώ τις εκπομπές αλλά και πιο πριν. Έτσι έγιναν τα γυρίσματα στις τοποθεσίες που μεγάλωσα – το ζήτημα με μένα είναι ότι δεν υπάρχει υλικό οπτικό, δεν έχω κάνει παρά ελάχιστα τηλεόραση, έχω αποφύγει τις τηλεοπτικές εκπομπές με εξαίρεση κάποιες παλιές εκπομπές μου στην ΕΡΤ, από τις οποίες έχω μόνο εγώ ελάχιστο υλικό… το άλλο έχει χαθεί καθώς και κάποιες πρόσφατες όπου βγήκα για να μιλήσω για τα βιβλία μου πια.
(…)
Έχω αποφύγει εντελώς τα καλέσματα σε εκπομπές για να μιλάω επί παντός επιστητού. Μου αρέσει να με αναγνωρίζουν, αλλά από τη φωνή μου και από τις συνεντεύξεις που κάνω. Είμαι άνθρωπος που μεγάλωσα με τις εφημερίδες και το περιοδικά και περνάω πολύ περισσότερες ώρες να ενημερώνομαι από αυτά, παρά από το Ίντερνετ».
- Σήμερα, έχετε τη μακροβιότερη ραδιοφωνική εκπομπή σε όλη την Ευρώπη και ίσως και σε όλο τον κόσμο. Συγκεκριμένη ώρα, σε συγκεκριμένο σταθμό, συνεχώς από το 1975.
«Ναι. Και να σκεφτεί κανείς ότι πρόκειται για εκπομπή στο κρατικό ραδιόφωνο μιας χώρας που, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε φορά που αλλάζει μια κυβέρνηση αλλάζουν μέχρι και τα πόμολα».
Sweet dreams are made of this
Ο Γιάννης Πετρίδης γεννήθηκε στην οδό Ζήνωνος στα τέλη της δεκαετίας του ’40, σε μια Αθήνα πολύ διαφορετική από αυτή που ξέρεις σήμερα. Σε μια γειτονιά με σπίτια χαμηλά, που κάποια απ’ αυτά υπάρχουν ακόμη και τα κατοικούν μετανάστες, αλλά που τότε στέγασαν τα όνειρά του.
«Ήμουν στην καρδιά της Αθήνας. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας και η οικογένειά μας μάλλον φτωχική - αλλά δεν το καταλαβαίναμε. Δεν είχα ποδήλατο, δεν έκανα διακοπές. Μουσική πρωτάκουσα από τις ιταλικής καταγωγής θείες μου, που ήταν καθηγήτριες πιάνου».
Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μετακόμισαν τότε στα Μανιάτικα στον Πειραιά – στο δημόσιο σχολείο Αυγέρη στεγάζονταν δυο και τρεις τάξεις στην ίδια αίθουσα.
«Θυμάμαι τις ατελειωτες ώρες στους δρόμους, παίζοντας».
Πώς ήταν η μεταπολεμική Αθήνα;
«Δεν ήταν καθόλου όμορφα τα πράγματα από κοινωνικοπολιτικής πλευράς. Να μεγαλώνεις σε μια Αθήνα μετά τον πόλεμο, με τα πολιτικά πράγματα εδώ πολύ δύσκολα, τα οποία δεν τα καταλάβαινα τότε γιατί ήμουν παιδί, αλλά μετά τα έζησα στη δεκαετία του ’60, όταν ήρθε η χούντα. Πριν από τη χούντα, η οικογένειά μας ήταν δημοκρατική, πήγαινα στις συγκεντρώσεις του Γέρου της Δημοκρατίας, αργότερα ξέρουμε τι έγινε…
Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα για έναν νέο τότε, όμως ήταν πιο απλά. Πιο δύσκολα για να μεγαλώσει κάποιος, γιατί δεν είχαμε ανέσεις, αλλά πιο απλά, επειδή δεν ξέραμε τι σημαίνει να ζεις καλά. Και δεν το ψάχναμε. Δεν υπήρχε τηλεόραση για να κάνουμε συγκρίσεις με το πώς ζούσε η υψηλή κοινωνία».
Ελλαδίσκ
Η πρώτη φορά που ο Γιάννης Πετρίδης αισθάνθηκε τι σημαίνει να ζεις καλά, ήταν στη δεκαετία του ’70, όταν ήταν πια στη δισκογραφική εταιρία Pοlygram και έγραφε για μουσική σε περιοδικά.
Η πρώτη του δισκογραφική ήταν η Music Box, μια από τις μικρές εταιρίες αλλά στην οποία τον γοήτευσε τότε η μεγάλη γκάμα ξένου ρεπερτορίου της.
«Ήμουν ένα άτομο κα ο μόνος υπεύθυνος για το ξένο ρεπερτόριο. Άρχισα λοιπόν να βγάζω στην Ελλάδα, πράγματα που δεν είχαν βγει ποτέ. Μετά από ενάμισι χρόνο, άντε δυο, εκτίμησαν ότι υπάρχει κάποιος που κάνει καλή δουλειά σε μια μικρή εταιρία, και με πήραν στην Pοlygram –Ελλαδίσκ, όπως λεγόταν τότε».
Radio days
Και το ραδιόφωνο πώς προέκυψε;
«Το 1967-8 ήμουν στρατιώτης στη Λάρισα, στις διαβιβάσεις. Σε μια εποχή που το ξένο τραγούδι ήταν εντελώς παραμελημένο στην Ελλάδα, πρότεινα στο ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας, να κάνω εκπομπές. Με τι; Cream, Mamas & Papas… τέτοια. Η μουσική που έπαιξα τότε, έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά».
Τη στιγμή που στο εξωτερικό συνέβαινε μια πραγματική μουσική επανάσταση, στη χώρα μας, τους «γιεγιέδες» τους είχαν εντάξει στις ταινίες σαν καρικατούρα μιας εποχής.
«Ναι, υπήρχε ο νόμος 4000 περί τεντυμποϊσμού και τα γιαουρτώματα και ο χλευασμός σε όποιον τολμηρό έβγαινε με κυκλοφορήσει με μακριά μαλλιά στην Αθήνα. Οι χίπις ατύχησαν στη χώρα μας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, να συμπέσουν με τη δικτατορία. Δεν μαθαίναμε τίποτα εδώ… Τις αναστατώσεις τις κοινωνικοπολιτικές στην Αμερική, με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τις εξεγέρσεις, δεν τις μαθαίναμε. Δούλευα στη Music Box και ήμουν συνδρομητής σε μουσικά περιοδικά από τις ΗΠΑ, που έπαψαν να μου έρχονται επειδή τα λογόκρινε το καθεστώς, για λόγους ασύλληπτους, π.χ. επειδή ένα από αυτά είχε εξώφυλλο τον Gary Packett και τους Union Gap ντυμένους στρατιωτικά και γελοιοποιούσε λέει το στρατό. Τα κείμενα τα στέλναμε στο Υπουργείο Τύπου να τα εγκρίνει η επιτροπή λογοκρισίας…
Ωστόσο, τίποτε από τα σπουδαία πράγματα που συνέβαιναν έξω, ακόμη και οι Beatles, δεν έφτασαν στην Ελλάδα στην ώρα τους. Και θυμίζω βέβαια και τα γεγονότα της συναυλίας των Rolling Stones στην Ελλάδα, που διακόπηκε. Ήταν 4 μέρες πριν το πραξικόπημα… Αυτά αποτέλεσαν προάγγελο του τι έμελλε να συμβεί».
Άκουγε ξένους σταθμούς. Στο ραδιόφωνο τότε, δεν υπήρχαν εκπομπές με ξένο τραγούδι, παρά μόνο οι πληρωμένες εκπομπές των εταιριών δίσκων «η Music Box παρουσιάζει», «η Κολούμπια παρουσιάζει», «η Sony παρουσιάζει» κ.λπ., ένας θεσμός που επιβίωσε για αρκετά χρόνια και μετά τη δικτατορία και έπαιζε μόνο τραγούδια της συγκεκριμένης εταιρίας. Στα τέλη δεκαετίας του ’60, ο Γιάννης Πετρίδης ξεκίνησε τις διαφημιστικές εκπομπές της Music Box στο ραδιόφωνο.
«Όταν η Music Box χρειάστηκε έναν παραγωγό για να παρουσιάσει την ραδιοφωνική εκπομπή της, με πρότειναν.
(...)
Κοίτα, εγώ στη Σχολή Δοξιάδη είχα πάει να γίνω σχεδιαστής, το οποίο όμως το εγκατέλειψα. Κοντά στους ιδιοκτήτες της εταιρίας, τους Γκεράρ, έμαθα τον τρόπο πώς να δουλεύω σε μια εταιρία δίσκων, διότι δεν είχα κάνει ιδιαίτερες σπουδές. Αυτοί με έβαλαν στη δουλειά.
Τι δουλειά έκανα στη Music Box! Όποιος ψάξει π.χ. παλιά 45άρια των Steppenwolf, που ήταν άγνωστοι στην Ελλάδα, θα δουν ότι στην Ελλάδα είχε βγει με διαφορετικό flipside, απ’ ’ότι σε άλλες χώρες του κόσμου. Και είναι φοβερά σπάνια αυτά. Το Born To Be Wild με το Magic Carpet Ride ας πούμε. Τέτοια έκανα άπειρα τα τελευταία δυο χρόνια της θητείας μου στη Music Box 1968-69... Έκρινα με το μουσικό μου αισθητήριο ότι άξιζε να βγουν μαζί τότε. Αυτά είδε η Polygram, που τότε λεγόταν Ελλαδίσκ, και με πήρε.
Εκεί έβγαλα τα πρώτα άλμπουμ των Led Zeppelin, Crosby Stills Nash &Υoung… Τότε ο παραγωγός σε μια εταιρία είχε το προνόμιο να ακούει πρώτος τα δείγματα. Κάναμε επιλογή τότε, δεν τα κυκλοφορούσαμε όλα όπως σήμερα».
Rock & Roll και Χατζιδάκις
«Τότε ήταν που στα αρχές της δεκαετίας του ’70 μου ήρθε το άλμπουμ των Rock`n Roll Ensemble με τον Mάνο Χατζιδάκι. Ένας σπουδαίος δίσκος που ακούγεται μέχρι τις μέρες μας, χάρη και στην κυκλοφορία – διασκευή του από τους Raining Pleasure. Εκεί έγραψα ένα από τα πρώτα μου κείμενα σε οπισθόφυλλο δίσκου, από αυτά που θα έγραφα πολλά στη διάρκεια της δεκαετίας για να κάνω πιο προσιτά στο ελληνικό κοινό ορισμένα ονόματα , όπως οι Cream.»
Λίγο καιρό αργότερα, θα ερχόταν κοντύτερα από όσο θα μπορούσε να φανταστεί, με τον Μάνο Χατζιδάκι.
«Όσοι δεν άκουσαν το ραδιόφωνο πριν το καλοκαίρι της μεταπολίτευσης το 1974, δεν μπορούν να το διανοηθούν. Οι εκπομπές ήταν προηχογραφημένες, δεν υπήρχε ζωντανό ραδιόφωνο γιατί έπρεπε να πάρουν έγκριση τα κείμενα από την Επιτροπή λογοκρισίας. Μετά το ’74, λοιπόν, διευθυντής της ΕΡΤ ήταν ο Δημήτρης Χορν και της Ραδιοφωνίας ο Μάνος Χατζιδάκις, μετά πήγε στο Γ’ Πρόγραμμα… Αντιλαμβάνεστε τα μεγέθη… Τότε τον γνώρισα μέσω του Μάικ Ροζάκη των Charms και με τη βοήθεια του Γιώργου Παπαστεφάνου, του σπουδαιότερου τότε παραγωγού για το ελληνικό τραγούδι στο ραδιόφωνο, ο Χατζιδάκις μας συνάντησε μια δυο τρεις φορές, Τον χειμώνα του 1975 εμένα και τον Κώστα Ζουγρή που του προτείναμε μια εκπομπή για το ξένο τραγούδι, που δεν υπήρχε όμοιά της».
Ο Χατζιδάκις ήθελε τον Πετρίδη για το πρωινό μαγκαζίνο. Οι πρώτες εκπομπές όμως, από τις πρώτες ζωντανές στο ραδιόφωνο της εποχής, ξένισαν τους ακροατές με τις μουσικές επιλογές τους. Μέσα σε 15 μέρες, αρκετά κομμάτια στις εφημερίδες της εποχής, απευθύνονταν στον Χατζιδάκι, γράφοντας «ποιος είναι αυτός που μας έχει τρελάνει με τα ξένα τραγούδια…»
«Φαντάζεσαι τώρα, Μια εκπομπή μετά τη δικτατορία που ήταν εν πολλοίς χρεωμένη στην ανοχή των Αμερικανών, ένας «αμερικανόφερτος» όπως με έλεγαν, να παίζει πρωί πρωί Black Sabbath και Jethro Tull και Rolling Stones…». Μας φώναξε λοιπόν ο Χατζιδάκις και μου είπε: δεν έχω καμία αντίρρηση με τη μουσική που βάζεις, αλλά ίσως είναι καλύτερα να πάτε μεσημέρι… Μετακόμισα τον Ιούνιο του 1975 στις 4 το απόγευμα – η καθημερινή εκπομπή λεγόταν Ποπ Κλαμπ και την Παρασκευή Ροκ Κλαμπ, ακριβώς όπως και σήμερα.»
Ποπ και Ροκ. Δυο λέξεις με τις οποίες συνέδεσε το όνομά του και ως διευθυντής του πρώτου μουσικού περιοδικού στην Ελλάδα, του Ποπ ¬ Ροκ: Το πρώτο τεύχος βγήκε το 1977.
Από τα χέρια του πέρναγαν όλα.
«Και στο Ποπ και Ροκ, η προβολή που κάναμε στα ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες, ήταν σημαντική. Γαλάνη, Σαββόπουλος… πολλοί και καλοί πέρασαν απ’ τις σελίδες μας. Με αυτό επιβεβαιώναμε τη στάση μας απέναντι στο καλό ελληνικό τραγούδι, παρουσιάζοντας και νέους καλλιτέχνες όπως ο Παπάζογλου, δίνοντας το στίγμα μας. Ήμασταν το πρώτο περιοδικό που έβαζε επίσημο chart πωλήσεων, με ανθρώπους που στέλναμε σε δισκάδικα Αθηνών και Θεσσαλονίκης για να παίρνουμε μια εικόνα από τον καθρέφτη των πωλήσεων.
Από το Ποπ και Ροκ σταμάτησα στις αρχές των ‘00s γιατί κι εκεί είχα κάνει τον κύκλο μου, έπρεπε να κάνω συμβιβασμούς και δεν ήθελα».
Έκανε και το πέρασμά του από την τηλεόραση.
«Η εκπομπή μου λεγόταν Μισή ¨ΩΡα Εποχής και ήταν μια από τις πρώτες εκπομπές όπου παίχτηκαν βίντεοκλιπ. Φιλοξενούσα και καλλιτέχνες, Sparks, Grand Funk κ.λπ. H μισή εκπομπή ήταν με ξένους και η άλλη μισή με Έλληνες, πάλι όμως αυτής της μουσικής κατεύθυνσης που είχα και στο περιοδικό. Αρλέτα, Νέο Κύμα… Η εκπομπή κράτησε δυο χρόνια στο δεύτερο κανάλι.»
Μια σπάνια φωτογραφία: οι Van Halen καλεσμένοι στην τηλεοπτική εκπομπή του στην ΕΡΤ.
Ήδη από τη δεκαετία του ΄70 κι ενώ έκανε καριέρα στα media, είχε ξεκινήσει να έχει σχέσεις με ξένους καλλιτέχνες.
«Ήταν κι ο λόγος που έμενα στις εταιρίες δίσκων, Pοlygram και μετά στη Virgin, εκτός από το ότι είχα την ευκαιρία να ακούω πρώτος ότι νέο κυκλοφορούσε. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, περνούσαν δυο τρεις και τέσσερις μήνες για να κυκλοφορήσει ένα καινούριο τραγούδι στην Ελλάδα. Σαν υπάλληλος κάποιας εταιρίας και μεγάλης μάλιστα, είχα τη δυνατότητα να παίρνω αμέσως τα τραγούδια που άκουγα στο ραδιόφωνο, να δουλεύω γι’ αυτά ενώ και από το 1972 όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό, είδα ότι οι ξένοι καλιτέχνες ήταν πολύ πιο ανοιχτοί και φιλικοί στους ανθρώπους που δούλευαν γι΄αυτούς, απ’ ότι στους δημοσιογράφους στους οποίους έδιναν συχνά τυπικές συνεντεύξεις».
Άρχισα λοιπόν, ως στέλεχος μιας εταιρίας πολυεθνικής να γνωρίζω πάρα πολλούς καλλιτέχνες των οποίων κέρδιζα την εμπιστοσύνη, αφενός μεν με τις γνώσεις μου και αφετέρου με το γεγονός ότι εργαζόμουν για ’κείνους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που έμεινα στη δισκογραφία μέχρι και τις αρχές του 2002 όταν είδα ότι η δισκογραφία όπως την ήξερα τελείωνε. Τώρα είναι μια άλλη δισκογραφία, που εμένα προσωπικά δεν με εμπνέει καθόλου, το να δουλεύω για κάποιες εταιρίες που ούτε καν έχουν τους ανθρώπους με τη μουσική ποιότητα που είχαν κάποτε οι εταιρείες δίσκων. Τώρα πια οι δισκογραφικές είναι λογιστές που το μόνο που κοιτούν είναι τα κέρδη και όχι η μουσική των καλλιτεχνών. Παλιότερα, ήθελαν βέβαια να έχουν και πωλήσεις, αλλά εκείνο που έβλεπαν πρώτα ήταν το ταλέντο. Έτσι βγήκαν όλα τα μεγάλα ονόματα των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70, από εμπνευσμένους ιδιοκτήτες εταιριών και παραγωγούς. Και στην Ελλαδα. Όπως ήταν ο Πατσιφάς. Ο οποίος δημιούργησε τη Lyra, το Νέο Κύμα κ.λπ.
Πολλά από πράγματα που έγιναν τότε και εδώ και έξω, ήταν καλά και ως ποιότητα και εμπορικά. Τώρα το μόνο που κοιτούν οι εταιρίες είναι να πουλήσει αμέσως ένας δίσκος, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούν ότι δεν βγαίνουν και αρκετά, αξιόλογα πράγματα...»
Γιάννης Πετρίδης και Cat Stevens ξεφυλλίζουν τα "Επίκαιρα". |
Virgin times
«Στη Virgin, ως διευθυντής, είχα την ευκαιρία και κανείς – ούτε ο Richard Βranson μου έλεγε το παραμικρό επ’ αυτού, να έρθω σε επαφή με μικρότερες εταιρίες, τότε που γινόταν η έκρηξη αυτών των εταιριών, όπως η Rough Trade, Mute, Beggars Banquet, 4AD… Όλες αυτές οι εταιρίες που οι άλλες εταιρίες στην Ελλάδα δεν τις λογάριαζαν, για μένα είχαν αξία. Έβλεπα ότι θα μπορούσαν να έχουν μια απήχηση στο ελληνικό μουσικό κοινό και συγχρόνως να ανεβάζουν και το μουσικό επίπεδο όσων άκουγαν καλλιτέχνες όπως οι Dead Can Dance, Nick Cave, Joy Division… όλα αυτά τα πράγματα που έβγαλε η Virgin.
Δεν είχα λοιπόν καμία πίεση από τη Virgin, η οποία ήταν και αυτή μια εταιρία ανάλογη, για πολλά χρόνια, γιατί έβγαζα πράγματα τα οποία μπορεί μεν να μην πουλούσαν πολύ, από την στιγμή όμως που εγώ μπορούσα να κρατάω μια ισορροπία που έκανε την εταιρία να μη βγάζει ζημιά, λειτουργούσε. Δεν μου παν τίποτα όταν πρωτόβγαλα τις Τρύπες και πούλησαν πολύ λίγα αντίτυπα. Μετά έγιναν από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα. Ή τα Ξύλινα Σπαθιά. Είχα την απόλυτη καλλιτεχνική επιμέλεια μαζί με τους συνεργάτες μου, πάρα πολλά καλά παιδιά που πέρασαν από την εταιρία αυτή.
Αλλά αυτά βγήκαν από μια γενιά, τη δικιά μου και την επόμενη, που έτυχε να είναι άνθρωποι μέσα στις εταιρίες , οι οποίοι δούλεψαν -ακόμη και μέσα στις πολυεθνικές, βγάζοντας μεγάλα ονόματα, όπως οι Radiohead και οι Coldplay. Tώρα, ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν από μουσική στις εταιρίες. Βλέποντας αυτό το γεγονός έπαψε να με ενδιαφέρει αυτή η δισκογραφία. Αισθάνθηκα ότι είχα ολοκληρώσει τον κύκλο μου.»
Athens by night, με τον Peter Gabriel και τον Bruce Springsteen στο βάθος. |
Some more Virgin stories…
«Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν η Virgin είχε κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία με τα συγκροτήματά της, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, θέλησε να ανοίξει κάποια υποκαταστήματα στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα πρώτα τέσσερα που άνοιξε και βλέποντας τη δουλειά μου στην Pοlygram, μέσω της οποίας αντιπροσωπευόταν τότε η Virgin στη χώρα μας, με κάλεσαν να αναλάβω τη διεύθυνση.
Ήταν μια μεγάλη πρόκληση για μένα, γιατί ως εταιρία, η Virgin δεν ήταν τόσο δυνατή ώστε να σταθεί μόνη της στην Ελλάδα και να ανταγωνιστεί τις άλλες που ήταν τότε μεγαθήρια: ΕΜΙ, Sony, Πόλυγκραμ και BMG.
Όλοι τότε είπαν ‘τώρα τι κάνει ο Γιάννης; πάει να δουλέψει σε μια εταιρία με πέντε ονόματα;’ Γι’ αυτό σου είπα ότι είχα σκοπό να πλαισιώσω τους καλλιτέχνες της Virgin με τους καλλιτέχνες των εταιριών που σου ανέφερα πιο πριν. Έτσι κάναμε μια δυνατή σκηνή στην Ελλάδα, που έκανε κατάσταση. Ο Nick Cave ή ο peter Hammill, φερ ειπείν, στην Ελλάδα πουλούσαν περισσότερο απ’ ότι σε άλλες μεγαλύτερες χώρες. Είχα την ευτυχία, για πολλά χρόνια, να δουλεύω σε μια εταιρία που μου άφηνε το ελεύθερο να δουλέψω με καλλιτέχνες οι οποίοι ήταν πολύ υψηλού επιπέδου.
Και βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κυκλοφορούσαμε και εμπορικά άλμπουμς, όμως εκείνα έπαιρναν μόνα τους το δρόμο τους, γιατί τα έπαιζαν οι σταθμοί και τα έντυπα. Παράδειγμα, οι Culture Club. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την επιτυχία τους. Και πολλών άλλων αργότερα, τέτοιου είδους...
Εδώ έκανα και τις μεγαλύτερες επαφές μου με καλλιτέχνες, από το 1980 ως το 2003».
Συμβόλαια και meeting κορυφής
Με τον Bryan Ferry στο στούντιο. |
Εκεί είχα πρόσβαση άμεση στην πηγή της μουσικής. Για μένα είναι πολύ σπουδαίο αυτό που θα σου πω: Για κάθε καλλιτέχνη που ήταν να υπογράψει συμβόλαιο, ο Μπράνσον ζητούσε τη γνώμη μας. Παράδειγμα― όταν ήταν να υπογράψουμε τους Rolling Stones, μας ζητήθηκε η γνώμη όλων. Μήπως ήταν πολύ μεγάλoι σε ηλικία; Θα έφερναν τα χρήματα που θα επενδύαμε; Μιλάμε για δισεκατομμύρια σε προκαταβολές… Θυμάμαι ότι μάλιστα, αν και ήταν αγαπημένο μου συγκρότημα οι Stones, είχα πει ότι είμαι λίγο επιφυλακτικός αν τα χρήματα που θα έδινε η Virgin θα μπορούσαν να τα καλύψουν. Δεν είχα πει όχι, είχα διατυπώσει όμως μια επιφύλαξη. Αυτά σημειωνόντουσαν, η γραμματέας του Μπράνσον σημείωνε – η γνώμη μας έπαιζε ρόλο.
Άλλο παράδειγμα τότε με τον Φιλ Κόλινς. Ο Μπράνσον είχε συμβόλαιο μαζί του, αλλά μόνο για την Αγγλία. Θυμάμαι ότι ο Άγγλος διευθυντής του, του είχε πει με το που είχε κυκλοφορήσει το In The Air Tonight - και του είχε προτείνει, σε ανύποπτο χρόνο ότι το timing ήταν καλό για να πάρει και τους Genesis από την Pοlygram. Ο Μπράνσον σημείωσε το όνομα του γκρουπ με στυλό στην παλάμη του για να μην το ξεχάσει… Σε ένα μήνα είχαν υπογράψει στη Virgin.
Εγώ πάλι είχα προτείνει να υπογράψουμε συμβόλαιο για το soundtrack του Τελευταίου Αυτοκράτορα… σε στενό κύκλο τα συζητούσαμε αυτά. Είχα δει την ταινία και υποστήριξα ότι το έργο θα πήγαινε για Όσκαρ, παρόλο που ήταν του Μπερτολούτσι και ότι η μουσική γαμούσε, με το συμπάθειο. Και όχι επειδή ήμουν φαν του Byrne ή του Sakamóto… Το να εισακούεται η άποψή σου σε μια εταιρία που δούλευε καλλιτεχνικά, ήταν σπουδαίο για μένα. Ήμουν ευτυχισμένος.»
![]() | |
Με τον Joe Cocker στα στούντιο της ΕΡΤ. |
«Εκτός από αυτά τα meeting κορυφής, συναντιόμασταν επίσης στα σπίτια ή στα στούντιο ηχογραφήσεων για να ακούσουμε την καινούρια δουλειά των καλλιτεχνών. Π.χ. μας φώναζαν στο Λος Άντζελες με τους Rolling Stones να ακούσουμε το καινούριο τους cd. Στην Janet Jackson, στη βίλα του Lenny Kravitz στην Τζαμάϊκα… Και τους γνώριζα πια από πολύ κοντά. Μετά από κάθε τέτοιο άκουσμα δίσκου, είχαμε συζητήσεις, τρώγαμε, γίνονταν πάρτι. Λέγαμε 'θα θέλαμε ένα τραγούδι έτσι', άλλαζαν tracklist οι καλλιτέχνες…»
0 Σχόλια