Το «Driver’s Seat» περιλαμβάνεται στον πρώτο δίσκο των Sniff ‘n’ The Tears, «Fickle Heart», που κυκλοφόρησε το 1978.
Στο αυτοκίνητο, κάποια τραγούδια σάς κάνουν να θέλετε να οδηγήσετε πιο γρήγορα, αλλά και πάλι φτάνετε αργά. Όλοι το έχουμε νιώσει. Οδηγείτε μηχανικά, μέχρι που ένα συγκεκριμένο τραγούδι παίζεται στο ραδιόφωνο και ξαφνικά όλα μοιάζουν διαφορετικά. Και χάρη στην ευφορία που σας δημιουργεί, πιστεύετε ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν από κείνη τη στιγμή και μετά. Το «Driver’s Seat» των Sniff ‘n’ The Tears είναι ένα από αυτά τα τραγούδια. Πρέπει να οδηγείτε όταν το ακούτε.
Πρόκειται για ένα new wave τραγούδι, το οποίο έγραψε το 1973 ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Paul Roberts όταν μία νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί εξαιτίας του θορύβου που έκανε ένα τολμηρό ποντίκι κι ένα παλιό ψυγείο. Πριν τον τρελάνουν οι θόρυβοι, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στον δροσερό και καθαρό αέρα όταν μετά από λίγο μπήκε στο μυαλό του ένα… δολοφονικό riff. Έχοντας επίγνωση ότι αυτό το riff ήταν χρυσό έσπευσε πίσω στο ποντίκι, το ψυγείο και την κιθάρα του.
Δυστυχώς, ο Roberts σύντομα συνειδητοποίησε ότι το riff το είχε πάρει από ένα κομμάτι των O’ Jays. Έξω, λοιπόν, το riff. Ευτυχώς, το τραγούδι ακουγόταν αρκετά καλό, ακόμα και χωρίς το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε.
Το τραγούδι που προέκυψε το ονόμασε «Driver’s Seat». Σύμφωνα με τον ίδιο, το τραγούδι δεν αφορά τις χαρές της οδήγησης αλλά τις κατακερματισμένες και αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα που μπορεί ν’ ακολουθήσουν τη διάλυση μιας σχέσης. Ο στίχος «the news is blue / I’ll not remember my time with you» επισημαίνει τη δυσκολία του αφηγητή να φανταστεί ότι δεν θα ξαναβρεθεί με το άλλο του μισό. Είναι, λοιπόν, μια ιστορία αγάπης όπου ο οδηγός αναρωτιέται «τι μπορώ να κάνω όταν δεν θα θυμάμαι τις στιγμές που ήμουνα μαζί σου;».
Εκείνη την περίοδο, ο Paul Roberts έπαιζε με το συγκρότημά του, τους Ashes Of Moon, σε pubs του Λονδίνου. Όμως οι εμφανίσεις σταμάτησαν καθώς ο κιθαρίστας έπρεπε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία στο Ιράν, ενώ ο Roberts, μην έχοντας δισκογραφική εταιρεία, μετακόμισε στη Γαλλία όπου έζησε δύο χρόνια. Εκεί, μία γαλλική δισκογραφική εταιρεία τού επέτρεψε να κάνει μερικά demos στο Λονδίνο κι έτσι, το 1975, ηχογραφήθηκε μία πρώιμη εκδοχή αυτού του τραγουδιού. Ωστόσο, δεν προέκυψε τίποτα απ’ αυτό. Την ίδια χρονιά, ο Roberts επέστρεψε μόνιμα στο Λονδίνο και έδωσε στον εαυτό του μια δεύτερη ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με τη μουσική. Όμως απογοητεύτηκε και στράφηκε στη ζωγραφική.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1977, μετά από πρόταση του drummer Luigi Salvoni, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Roberts παίζοντας drums σε μερικά από τα demos του, δημιουργήθηκαν οι Sniff ‘n’ The Tears. Για την ακρίβεια, ο Salvoni πήγε σε μία δισκογραφική εταιρία τις κασέτες με τις πρόχειρες ηχογραφήσεις που είχε κάνει με τον Roberts και η εταιρία έδωσε το πράσινο φως για να γίνει ένας δίσκος. Τότε, λοιπόν, χρειαζόταν μία πραγματική μπάντα. Αν και η καριέρα του Roberts στη ζωγραφική ήταν σε ανοδική πορεία, ο Salvoni, που πίστευε ότι τα τραγούδια είχαν δυνατότητες και διαισθανόταν ότι θα είχαν επιτυχία, έπεισε τον Roberts να σχηματίσουν ένα νέο συγκρότημα. Έτσι, εκτός από τους Roberts και Salvoni, στο συγκρότημα μπήκαν ο Laurence “Loz” Netto και ο Mick Dyche στις κιθάρες, ο Chris Birkin στο μπάσο και ο Alan Fealdman στα πλήκτρα.
Το 1978, οι Sniff ‘n’ The Tears υπέγραψαν με τη λονδρέζικη ανεξάρτητη εταιρεία Chiswick και μπήκαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν τον δίσκο «Fickle Heart», έχοντας στο νου τους να βγάλουν ως πρώτο single το «Driver’s Seat». Ωστόσο, ακούγοντας την τελευταία λήψη, κάτι εξακολουθούσε να μην ακούγεται σωστά. Το τραγούδι έμοιαζε ακατάστατο. Έτσι το απογύμνωσαν κι άλλο, βγάζοντας λίγη από την ηλεκτρική κιθάρα και εστιάζοντας περισσότερο στον ακουστικό ρυθμό.
Ξαφνικά το τραγούδι, οδηγούμενο από μία ακουστική κιθάρα, ζωντάνεψε με μια αίσθηση χώρου και ώθησης, βοηθούμενο από τις δυναμικές κιθάρες και τα φανταστικά riffs από ένα synthesizer Moog. Πλέον ακουγόταν κομψό και μοντέρνο κι έτοιμο για… σκοτεινή δράση.
Παραγωγός ήταν ο Luigi Salvoni. Στην ηχογράφηση έπαιξαν οι: Paul Roberts (φωνή, ακουστικές κιθάρες), Mick Dyche (κιθάρες), Loz Netto (κιθάρες), Chris Birkin (μπάσο), Luigi Salvoni (drums, κρουστά), Alan Fealdman (πλήκτρα), Keith Miller (synthesizer) και οι Noel McCalla και Jim Nellis στα φωνητικά. Τα αξιομνημόνευτα μέρη στο Moog έπαιξε ο Keith Miller, ο οποίος συνόδευσε το συγκρότημα και στην περιοδεία που έκανε στις Η.Π.Α.
Paul Roberts: Η ζωή του «Driver’s Seat» ξεκίνησε ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1973. Η αρχική ενσάρκωση των Sniff ‘n’ The Tears είχε αναπτυχθεί λίγο στην παμπ και στο κύκλωμα των clubs της εποχής και μοιραζόμουν ένα δωμάτιο στο Hammersmith μ’ ένα ποντίκι κι ένα πολύ θορυβώδες ψυγείο. Είχα βγει για βόλτα, αφού με είχε ξυπνήσει το ποντίκι που σε συνδυασμό με το ψυγείο ενοχλούσαν την ονειροπόλησή μου, όταν ένα riff άρχισε να μουρμουρίζει, ένα riff τόσο ψυχαναγκαστικό που δεν μπορούσα να το αφήσω. Επιστρέφοντας στην ταπεινή μου κατοικία, βρήκα συγχορδίες για το φανταστικό αυτό riff και έγραψα το τραγούδι. Το όλο θέμα συνενώθηκε πολύ γρήγορα. Αργότερα, ανακάλυψα προς απογοήτευσή μου ότι το riff έμοιαζε μ’ ένα που ανήκε σ’ ένα τραγούδι των OJ. Ωστόσο, το τραγούδι που παρέμεινε φάνηκε να τα καταφέρνει πολύ καλά χωρίς αυτό. Δεν έκανα το τραγούδι με το συγκρότημα εκείνη την εποχή, καθώς, όχι πολύ μετά, πήγα στη Γαλλία κι έμεινα για δύο χρόνια.
Η μουσική, το φεγγαρόφωτο και τα όνειρα, είναι τα μαγικά μας όπλα.
Το φεγγάρι που επιμηκύνει τις σκιές κάνοντας τα δέντρα να φαίνονται μεγαλύτερα.
Τα όνειρα να είναι μέρος του εαυτού μας...Ναι… και τι θλίψη να ξυπνάμε….
Και μέσα στα σπλάχνα της μουσικής να ταξιδεύει η σκέψη μας.
0 Σχόλια