Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να ‘ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.
0 Σχόλια