Είμαι πάλι απάνου στην αμμουδιά. Τα πόδια μου λοιπόν με φέρνουνε πάντα σε σένα; Μητέρα μου! Ύστερ’ από τόσα χρόνια, αφού ξεμάκρυνα από κοντά σου, κι έπεσα σε χίλια κίντυνα, και πέρασα απ’ ένα σωρό μικράδες ανάμεσα στους ανθρώπους, ύστερ’ από τόσα, έρχουμαι πάλι σιμά σου. Η καρδιά μου είναι πεινασμένη από αντρεία και λευτεριά, κι έρχουμαι να σε δω, σαν ένας γιος ξενιτεμένος που πάει να δει τη μάννα του. Μα όλ’ αυτά που λέω είναι μάταια λόγια - κι ίσως η γλώσσα κι ο νους μου μωρολογάνε από τα δάκρυα.
Αμάν! Να τι είναι: έρχουμαι κουρασμένος και γερασμένος, και σε βρίσκω πάλι φρέσκια, σε βρίσκω πάλι δροσερή, και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά, λες και τούτην τη στιγμή βγήκες απ’ την άβυσσο του Παντός· μπροστά σε σένα, που ’σαι η αιώνια νιότη κι η παντοτινή δύναμη, στέκουμαι σαν ένα παλιό πράμα, σαν κατιτίς κουρασμένο και που μυρίζει θάνατο.
Όσο εγώ παλιώνω και τρίβουμαι, τόσο η δύναμή σου πέφτει απάνου μου και με κάνει ένα τίποτα... Μού φαίνεται πως είμαι ένας βασιλιάς πόχασε την κορόνα του, και περνά μέσα στο σκοτάδι, τυλιμένος σε παλιά ρούχα, για να δει κρυφά κείνον που βασιλεύει στη θέση του δίχως να φοβάται κανέναν αντίμαχο. Χαζεύω μπρος στη βουή σου, που μέσα της λες και μιλούνε όλα τ’ αμέτρητα ζωντανά που βόσκουν μέσα στα νερά σου...
Και όμως, ξέρουμε τα λόγια μας, αγαπημένη μου μανούλα! Η ψυχή μου, γιατί είναι μεγάλη, είτε γιατί η μικράδα του κόσμου την αηδίασε, σ’ εσένα βρίσκει αιώνια ξαλάφρωση. Εσύ την παρηγοράς στους κρυφούς καημούς της; Αχ! Εσύ τη θρέφεις, κι ολοένα εσένα ζητά, γιατί, κάθε φορά που θα την καταδεχτεί η βαθιά φωνή σου, όλο και πιο άγρια θρέφεις την περιφρόνηση μέσα της για ό,τι είναι ανάξιο της φροντίδας της.
Αιώνια σπλάχνα! Από μέσα σας γεννιέται χωρίς τέλος ό,τι η χαμένη μας λαλιά δεν μπορεί να προσδιορίσει. Τι είμαι γω τάχα; Τελώνιο; Ή κατιτίς οπού μια φορά ήτανε δικό σας, όμοιο σας;
Ξέρω πως έχω ζήσει εκατομμύρια αιώνες! Μην τάχα ο άνθρωπος είναι ένας ξαναμωραμένος Θεός; Και όμως, τίποτα δεν μπορώ να βρω αναμεταξύ μας — ανάμεσα σε μένα και στους ανθρώπους. Οι σκέψεις τους δεν αξίζουν περσότερο απ’ την περιφρόνηση, και δε θέλω να ξέρω τίποτ’ απ’ όσα είναι δικά τους. Κοίτα πώς κάθουνται νυσταγμένοι σιμά στο μυστήριό σου, όπως η γάτα που κοιμάται απάνω στην Άγια Τράπεζα...
Αιώνιο άπειρο! Ατελείωτο χάος! Αν δεν περιμένω πάρεξ να σβήσω, διψασμένος από μια σκληρή δίψα να μάθω τις σφαίρες εκείνες, που με μάγια άλλης λάμψης γυρνούν εκατομμύρια εκατομμυρίων άπειρα μακριά από το τίποτά μου, γιατί τότε να μπορώ να σε νοιώσω ;...
Φώτης Κόντογλου
ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΣΑΝ ΑΣΩΤΟΣ ΓΙΟΣ
Αμάν! Να τι είναι: έρχουμαι κουρασμένος και γερασμένος, και σε βρίσκω πάλι φρέσκια, σε βρίσκω πάλι δροσερή, και πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά, λες και τούτην τη στιγμή βγήκες απ’ την άβυσσο του Παντός· μπροστά σε σένα, που ’σαι η αιώνια νιότη κι η παντοτινή δύναμη, στέκουμαι σαν ένα παλιό πράμα, σαν κατιτίς κουρασμένο και που μυρίζει θάνατο.
Όσο εγώ παλιώνω και τρίβουμαι, τόσο η δύναμή σου πέφτει απάνου μου και με κάνει ένα τίποτα... Μού φαίνεται πως είμαι ένας βασιλιάς πόχασε την κορόνα του, και περνά μέσα στο σκοτάδι, τυλιμένος σε παλιά ρούχα, για να δει κρυφά κείνον που βασιλεύει στη θέση του δίχως να φοβάται κανέναν αντίμαχο. Χαζεύω μπρος στη βουή σου, που μέσα της λες και μιλούνε όλα τ’ αμέτρητα ζωντανά που βόσκουν μέσα στα νερά σου...
Και όμως, ξέρουμε τα λόγια μας, αγαπημένη μου μανούλα! Η ψυχή μου, γιατί είναι μεγάλη, είτε γιατί η μικράδα του κόσμου την αηδίασε, σ’ εσένα βρίσκει αιώνια ξαλάφρωση. Εσύ την παρηγοράς στους κρυφούς καημούς της; Αχ! Εσύ τη θρέφεις, κι ολοένα εσένα ζητά, γιατί, κάθε φορά που θα την καταδεχτεί η βαθιά φωνή σου, όλο και πιο άγρια θρέφεις την περιφρόνηση μέσα της για ό,τι είναι ανάξιο της φροντίδας της.
Αιώνια σπλάχνα! Από μέσα σας γεννιέται χωρίς τέλος ό,τι η χαμένη μας λαλιά δεν μπορεί να προσδιορίσει. Τι είμαι γω τάχα; Τελώνιο; Ή κατιτίς οπού μια φορά ήτανε δικό σας, όμοιο σας;
Ξέρω πως έχω ζήσει εκατομμύρια αιώνες! Μην τάχα ο άνθρωπος είναι ένας ξαναμωραμένος Θεός; Και όμως, τίποτα δεν μπορώ να βρω αναμεταξύ μας — ανάμεσα σε μένα και στους ανθρώπους. Οι σκέψεις τους δεν αξίζουν περσότερο απ’ την περιφρόνηση, και δε θέλω να ξέρω τίποτ’ απ’ όσα είναι δικά τους. Κοίτα πώς κάθουνται νυσταγμένοι σιμά στο μυστήριό σου, όπως η γάτα που κοιμάται απάνω στην Άγια Τράπεζα...
Αιώνιο άπειρο! Ατελείωτο χάος! Αν δεν περιμένω πάρεξ να σβήσω, διψασμένος από μια σκληρή δίψα να μάθω τις σφαίρες εκείνες, που με μάγια άλλης λάμψης γυρνούν εκατομμύρια εκατομμυρίων άπειρα μακριά από το τίποτά μου, γιατί τότε να μπορώ να σε νοιώσω ;...
Φώτης Κόντογλου
ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΣΑΝ ΑΣΩΤΟΣ ΓΙΟΣ
0 Σχόλια