Ο αυλός του Πάνα Γιάννης Σκληβανιώτης

Πού είμαι; 
 Στο σώμα μου καλέ μου 
 Με ποιον; 
Με τον αστείρευτο πόθο 
 Κι η αφή; στη γύμνια μου 
 Πως βρέθηκα εκεί; 
 Σ’ έφερε τ’ όνειρο 
 Διηγήσου το μου 
 Πως είμαστε ξαπλωμένοι κατά γη 
 τα χείλη σου μυρμηγκιάζαν το κορμί μου 
 τα δάχτυλα σε ρώγες βυσινί δωρίζανε μαγεία στη ψυχή μου 
 Μου χάδευες το χνούδι τ’ απαλό στης κοιλιάς 
το στρογγυλό μου το αλώνι και λέγανε τα μάτια σου θαρρώ 
 το χάδι σου αυτό πως με σηκώνει! 
 Σου ζήτησα το μαγεμένο σου αυλό 
 να παίξει στα ζαφειρένια μου τα χείλη 
 ν’ αφήσει βασιλικό πολτό η ωδή στη γλώσσα μου 
στη λάγνα μου τη πύλη 
 Να μου βυζάξεις σα μωρούδι το βυζί να πιείς νέκταρ ζωής 
κι έρωτα νάμα για να γευτούμε είπες κι οι δυο μαζί τα πάθη μας 
τ’ ανείπωτα τα πλάνα 
 Τις πύλες άνοιξα ν’ ανάψεις τη πυρά που φλέγεται 
μ’ ένα φιλί πάνω στα χείλη 
 και σου ‘δωσα να λείχεις τη ξανθιά τη σταφυλή, 
το κόκκινό της το σταφύλι 
 Σε κάλεσα μ’ όλο το θέλω μου να ‘ρθεις μες τη πυρά μου με Πάνα τ’ όργανο ν’ αυλήσεις! 
 Ω! ήχε ροής μέχρι τα σπλάχνα μου να μπεις τα σώματά μας ζωοδότη να ορχήσεις

Κι ω! νύφες του τραγοπόδαρου θεού κόρες από ηδονή αλλοπαρμένες στη μήτρα χύστε το ζωοδότη ποταμό για να γεννά το αύριο που ‘στε εσείς γι αυτό ταμένες

Χύστε όνειρο και ύλη χωρίς αναπαμό


(Από τη συλ/γη «Σώμα, ποιείτε εξ αυτού τα πάντα»)

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια