Το χωριό του Χόλκομπ στέκει ψηλά στους σιτοβολώνες του δυτικού Κάνσας – μια μοναχική περιοχή που οι υπόλοιποι κάτοικοι του Κάνσας αποκαλούν «πέρα κει» (...) Μέχρι το πρωινό εκείνο, στα μέσα του Νοέμβρη του 1959, λίγοι ήταν οι Αμερικανοί –ή ακόμα και οι κάτοικοι του Κάνσας– που είχαν ακουστά το Χόλκομπ. Όπως τα νερά του ποταμού, όπως οι οδηγοί της εθνικής και τα κίτρινα τρένα που διασχίζουν τις ράγες της Σάντα Φε, το δράμα, υπό τη μορφή εξαιρετικών γεγονότων, δεν είχε κάνει ποτέ στάση εδώ. Οι κάτοικοι του χωριού, διακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό, ήταν ευχαριστημένοι μ’ αυτό, απολύτως ευχαριστημένοι με την ύπαρξή τους στο πλαίσιο μιας συνηθισμένης ζωής – δουλειά, κυνήγι, τηλεόραση, εκδηλώσεις του σχολείου, πρόβα με τη χορωδία, συγκεντρώσεις της Νεολαίας Παραγωγικότητας και Αυτοβελτίωσης. Μα ξάφνου, αχάραγα εκείνο το πρωί του Νοέμβρη, ξημέρωμα Κυριακής, κάτι αλλόκοτοι ήχοι έπληξαν το φόντο των καθιερωμένων νυχτερινών θορύβων – τα υστερικά αλυχτίσματα των κογιότ, τον τριγμό των ξερόχορτων στον αέρα, το γοργό θρηνητικό σφύριγμα των συρμών που ξεμάκραιναν. Τη στιγμή που ακούστηκαν ουδείς στο κοιμισμένο Χόλκομπ τούς πήρε χαμπάρι – τους τέσσερις κρότους από την καραμπίνα που θέρισαν έξι ζωές. Όμως κατόπιν οι ντόπιοι, που μέχρι τότε δεν είχαν φόβο μεταξύ τους κι έτσι σπανίως κλείδωναν τις πόρτες τους, ένιωσαν τη φαντασία να αναπλάθει τους κρότους ξανά και ξανά – τις βλοσυρές εκπυρσοκροτήσεις που ήγειραν φλόγες κακοπιστίας, στην άγρια λάμψη των οποίων παλιοί γειτόνοι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο παράξενα, λες και ήταν ξένοι.
CAPOTE TRUMAN: ΕΝ ΨΥΧΡΩ
CAPOTE TRUMAN: ΕΝ ΨΥΧΡΩ
0 Σχόλια