Μια φορά ένας διάβολος εκεί που σεργιάνιζε στο δάσος έφτασε σ’ ένα μεγάλο δίστρατο. Έπιασε λοιπόν κι έχτισ’ εκεί το σπίτι του. Για κείνους όμως που χρησιμοποιούσανε τούτο το δίστρατο ήτανε φοβερή κακοτυχία, γιατί οι διάβολοι είναι κακοί και καταβροχθίζουνε τους ανθρώπους.
Έτσι, σαν κάποιος ταξιδιώτης έφταν’ εκεί πέρα, ο διάβολος πεταγότανε από το σπίτι του, που βρισκότανε στη γωνιά του δρόμου, κρατώντας κάτω από τη μασχάλη του ένα τύμπανο. Το χτυπούσε και διέταξε το στρατοκόπο να χορέψει.
«Ω άνθρωπε, χόρεψε! Χόρεψε κι εγώ θα σου παίζω το τύμπανο. Όποιος από τους δυό μας κουραστεί πρώτος θα πεθάνει».
Κι ο άτυχος ταξιδιώτης, είτε άντρας ήτανε είτε γυναίκα, είτε παιδί, αναγκαζότανε να χορέψει το χορό του θανάτου, γιατί αυτός κουραζότανε πάντα πρώτος και τότε ο διάβολος τον σκότωνε και τον έτρωγε.
Οι άνθρωποι ξέρουνε πως οι δίδυμοι έχουνε πολλές φορές παράξενες ικανότητες. Γίνονται σπουδαίοι μάγοι και γιατροί. Μπορούνε ακόμα να σου πούνε την τύχη σου και ξέρουνε πώς να χρησιμοποιούνε τα βότανα και το δηλητήριο. Ένα ζευγάρι δίδυμοι λοιπόν αποφασίσανε να ξεγελάσουν αυτό το διάβολο που ‘χε ξεκάνει τόσο κόσμο από την πόλη τους και να τον σκοτώσουν. Γι’ αυτό ένα καλό πρωί αφήσανε το σπίτι τους και ξεκινήσανε. Ο ένας προχώρησε μπροστά κι έτσι αθόρυβα σύρθηκε στη γη και κρύφτηκε πίσω από μια μυρμηγκοφωλιά που βρισκότανε κοντά στο σπίτι του διάβολου. Ύστερα ο άλλος αδερφός πλησίασε άφοβα, τραγουδώντας ένα χαρούμενο σκοπό.
Ο διάβολος σαν τον άκουσε πετάχτηκε έξω.
«Έι», φώναξε καταφχαριστημένος. Είχε μέρες να δει άνθρωπο. «Ει, νεαρέ! Έλα χόρεψε για μένα!». Κι άρχισε να χτυπά ενθουσιασμένος το τύμπανο.
«Ευχαρίστως κύριε», είπε ο νεαρός. «Αυτό το όμορφο πρωινό είναι ότι πρέπει για χορό. Παίξε λοιπόν».
Ο διάβολος έγειρε πίσω το κεφάλι του και ξεκαρδίστηκε με την αναίδεια του ταξιδιώτη.
«Δεν ξέρεις, νεαρέ, πως όποιος από τους δυο μας θα κουραστεί πρώτος θα πεθάνει;».
«Θαυμάσια», του απάντησε ο δίδυμος. «Αυτό σημαίνει πως ο άλλος θα ζήσει».
Κι άρχισε να χορεύει και να χορεύει, ενώ ο διάβολος έπαιζε το τύμπανό του. Σαν κουράστηκε όμως ο δίδυμος πήδηξε πίσω από τη μυρμηγκοφωλιά κι ο κρυμμένος αδερφός του πήρε τη θέση του. Έτσι οι δίδυμοι χορεύανε για τρεις ολόκληρες μέρες ˙ όσο χόρευε ο ένας ο άλλος ξεκουραζότανε. Ο διάβολος στο μεταξύ είχε μείνει κατάπληχτος που ‘βλεπε ένα μόνο άνθρωπο, όπως νόμιζε, να χορεύει μέρα και νύχτα, ενώ ο ίδιος είχε αρχίσει κιόλας να κουράζεται. Οι δίδυμοι όμως τίποτα, συνεχίσανε ακούραστοι το πονηρό τους παιχνίδι. Στο τέλος ο διάβολος σωριάστηκε στη γη εξαντλημένος.
Τότε οι δίδυμοι τον σκοτώσανε μοιράζοντάς τον στα δυο. Ύστερα πήρανε το ένα κομμάτι, το μπήξανε πάνω σ’ ένα παλούκι και το μεταφέρανε στην πόλη τους. Κι έμεινε έτσι στημένο εκεί, σαν προειδοποίηση για όλους τους άλλους διαβόλους, πως οι δίδυμοι δηλαδή που ζούσανε σ’ εκείνο το μέρος δεν ήτανε διατεθειμένοι ν’ ανεχτούνε τις πονηριές των απαίσιων αυτών πλασμάτων.
Ο μύθος αυτός είναι μια συλλογή της Α. Ντόρις Μπάνκς Χένρις, που περιλαμβάνει 99 παραμύθια και μύθους από τη Λιβερία
Έτσι, σαν κάποιος ταξιδιώτης έφταν’ εκεί πέρα, ο διάβολος πεταγότανε από το σπίτι του, που βρισκότανε στη γωνιά του δρόμου, κρατώντας κάτω από τη μασχάλη του ένα τύμπανο. Το χτυπούσε και διέταξε το στρατοκόπο να χορέψει.
«Ω άνθρωπε, χόρεψε! Χόρεψε κι εγώ θα σου παίζω το τύμπανο. Όποιος από τους δυό μας κουραστεί πρώτος θα πεθάνει».
Κι ο άτυχος ταξιδιώτης, είτε άντρας ήτανε είτε γυναίκα, είτε παιδί, αναγκαζότανε να χορέψει το χορό του θανάτου, γιατί αυτός κουραζότανε πάντα πρώτος και τότε ο διάβολος τον σκότωνε και τον έτρωγε.
Οι άνθρωποι ξέρουνε πως οι δίδυμοι έχουνε πολλές φορές παράξενες ικανότητες. Γίνονται σπουδαίοι μάγοι και γιατροί. Μπορούνε ακόμα να σου πούνε την τύχη σου και ξέρουνε πώς να χρησιμοποιούνε τα βότανα και το δηλητήριο. Ένα ζευγάρι δίδυμοι λοιπόν αποφασίσανε να ξεγελάσουν αυτό το διάβολο που ‘χε ξεκάνει τόσο κόσμο από την πόλη τους και να τον σκοτώσουν. Γι’ αυτό ένα καλό πρωί αφήσανε το σπίτι τους και ξεκινήσανε. Ο ένας προχώρησε μπροστά κι έτσι αθόρυβα σύρθηκε στη γη και κρύφτηκε πίσω από μια μυρμηγκοφωλιά που βρισκότανε κοντά στο σπίτι του διάβολου. Ύστερα ο άλλος αδερφός πλησίασε άφοβα, τραγουδώντας ένα χαρούμενο σκοπό.
Ο διάβολος σαν τον άκουσε πετάχτηκε έξω.
«Έι», φώναξε καταφχαριστημένος. Είχε μέρες να δει άνθρωπο. «Ει, νεαρέ! Έλα χόρεψε για μένα!». Κι άρχισε να χτυπά ενθουσιασμένος το τύμπανο.
«Ευχαρίστως κύριε», είπε ο νεαρός. «Αυτό το όμορφο πρωινό είναι ότι πρέπει για χορό. Παίξε λοιπόν».
Ο διάβολος έγειρε πίσω το κεφάλι του και ξεκαρδίστηκε με την αναίδεια του ταξιδιώτη.
«Δεν ξέρεις, νεαρέ, πως όποιος από τους δυο μας θα κουραστεί πρώτος θα πεθάνει;».
«Θαυμάσια», του απάντησε ο δίδυμος. «Αυτό σημαίνει πως ο άλλος θα ζήσει».
Κι άρχισε να χορεύει και να χορεύει, ενώ ο διάβολος έπαιζε το τύμπανό του. Σαν κουράστηκε όμως ο δίδυμος πήδηξε πίσω από τη μυρμηγκοφωλιά κι ο κρυμμένος αδερφός του πήρε τη θέση του. Έτσι οι δίδυμοι χορεύανε για τρεις ολόκληρες μέρες ˙ όσο χόρευε ο ένας ο άλλος ξεκουραζότανε. Ο διάβολος στο μεταξύ είχε μείνει κατάπληχτος που ‘βλεπε ένα μόνο άνθρωπο, όπως νόμιζε, να χορεύει μέρα και νύχτα, ενώ ο ίδιος είχε αρχίσει κιόλας να κουράζεται. Οι δίδυμοι όμως τίποτα, συνεχίσανε ακούραστοι το πονηρό τους παιχνίδι. Στο τέλος ο διάβολος σωριάστηκε στη γη εξαντλημένος.
Τότε οι δίδυμοι τον σκοτώσανε μοιράζοντάς τον στα δυο. Ύστερα πήρανε το ένα κομμάτι, το μπήξανε πάνω σ’ ένα παλούκι και το μεταφέρανε στην πόλη τους. Κι έμεινε έτσι στημένο εκεί, σαν προειδοποίηση για όλους τους άλλους διαβόλους, πως οι δίδυμοι δηλαδή που ζούσανε σ’ εκείνο το μέρος δεν ήτανε διατεθειμένοι ν’ ανεχτούνε τις πονηριές των απαίσιων αυτών πλασμάτων.
Ο μύθος αυτός είναι μια συλλογή της Α. Ντόρις Μπάνκς Χένρις, που περιλαμβάνει 99 παραμύθια και μύθους από τη Λιβερία
0 Σχόλια