Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.
Δεν ο ήχος που ακούς όταν σπας το κενό συναρμόττοντας φθόγγους και λέξεις.
Είναι που κάθε σου μέρα οφείλει – αν θέλει να λέγεται μέρα – να σκεπάσει τη νύχτα.
Δεν διώχνεις το σκοτάδι σιωπηλά γιατί η νύχτα είναι η απόρθητη σιωπή.
Νύχτα είναι το μαχαίρι που καρφώνεται στην πλάτη του χρώματος.
Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.
Είσαι σε ένα σπίτι με τα μάτια κλειστά και τις κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα.
Το σκοτάδι σε φοβίζει. Και όμως δεν θα το διώξεις, αν δεν το αντικρίσεις κατάματα.
Δεν αρκεί να διαβάζεις με ένα μικροσκοπικό φακό βυθισμένος στη σιωπή.
Ένα σπίρτο δεν φέρνει το ξημέρωμα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου ατέλειωτους ίσκιους που σε ειρωνεύονται.
Μαχαίρωσε τη νύχτα, δέσε τους ίσκιους. Δεν θα μπορέσεις. Ακούς από τώρα το γέλιο τους.
Δεν θα διώξεις τα φαντάσματα απειλώντας τα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Είσαι σε ένα σπίτι με χιλιάδες παράθυρα και τη νύχτα ανεβασμένη στο θρόνο της.
Αν θες το φως, άνοιξε τα παράθυρα.
Και από κάθε σχισμή, φαίνονται ακτίνες συμπαραστάτες σου.
Και κάθε ακτίνα είναι λιοντάρι κομμένο από τον θρόνο της νύχτας.
Αν θες το φως, ψάξε το δρόμο που φεύγει από σένα και πηγαίνει στον άλλον,
Και από τον άλλον σε άλλον και έτσι κάποτε γυρνάει σε σένα.
Και τότε δεν είσαι μόνος σου αλλά μαζί με πολλούς.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα ανοίξουν πιο γρήγορα τα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα φέρουν περισσότερες ακτίνες.
Και όσο ανοίγουν παράθυρα, τόσο προχωρά ο δρόμος που άρχισες,
Και ανοίγει το πέρασμα για να ανέβει ο ήλιος.
Και είσαι πια σε ένα σπίτι με χιλιάδες ανοιγμένα παράθυρα να καλωσορίζουν τον ήλιο.
Και η μέρα που ξυπνά βγάζει τις αλυσίδες της ,
και τις φορά στα σκυλιά της Εκάτης
Του Χρήστου Τσαγκάρη
Δεν ο ήχος που ακούς όταν σπας το κενό συναρμόττοντας φθόγγους και λέξεις.
Είναι που κάθε σου μέρα οφείλει – αν θέλει να λέγεται μέρα – να σκεπάσει τη νύχτα.
Δεν διώχνεις το σκοτάδι σιωπηλά γιατί η νύχτα είναι η απόρθητη σιωπή.
Νύχτα είναι το μαχαίρι που καρφώνεται στην πλάτη του χρώματος.
Όταν μιλάς, απολογείσαι σε ίσκιους.
Είσαι σε ένα σπίτι με τα μάτια κλειστά και τις κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα.
Το σκοτάδι σε φοβίζει. Και όμως δεν θα το διώξεις, αν δεν το αντικρίσεις κατάματα.
Δεν αρκεί να διαβάζεις με ένα μικροσκοπικό φακό βυθισμένος στη σιωπή.
Ένα σπίρτο δεν φέρνει το ξημέρωμα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Να ξέρεις ότι έχεις μπροστά σου ατέλειωτους ίσκιους που σε ειρωνεύονται.
Μαχαίρωσε τη νύχτα, δέσε τους ίσκιους. Δεν θα μπορέσεις. Ακούς από τώρα το γέλιο τους.
Δεν θα διώξεις τα φαντάσματα απειλώντας τα.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Είσαι σε ένα σπίτι με χιλιάδες παράθυρα και τη νύχτα ανεβασμένη στο θρόνο της.
Αν θες το φως, άνοιξε τα παράθυρα.
Και από κάθε σχισμή, φαίνονται ακτίνες συμπαραστάτες σου.
Και κάθε ακτίνα είναι λιοντάρι κομμένο από τον θρόνο της νύχτας.
Αν θες το φως, ψάξε το δρόμο που φεύγει από σένα και πηγαίνει στον άλλον,
Και από τον άλλον σε άλλον και έτσι κάποτε γυρνάει σε σένα.
Και τότε δεν είσαι μόνος σου αλλά μαζί με πολλούς.
Αν θες το φως, βρες και άνοιξε τα χαμένα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα ανοίξουν πιο γρήγορα τα παράθυρα.
Πολλά χέρια θα φέρουν περισσότερες ακτίνες.
Και όσο ανοίγουν παράθυρα, τόσο προχωρά ο δρόμος που άρχισες,
Και ανοίγει το πέρασμα για να ανέβει ο ήλιος.
Και είσαι πια σε ένα σπίτι με χιλιάδες ανοιγμένα παράθυρα να καλωσορίζουν τον ήλιο.
Και η μέρα που ξυπνά βγάζει τις αλυσίδες της ,
και τις φορά στα σκυλιά της Εκάτης
Του Χρήστου Τσαγκάρη
0 Σχόλια