Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στην Ινδία ένας Βραχμάνος που δε δούλευε, και το μόνο που έκανε ήταν να κτίζει κάστρα στον αέρα. Κάποια μέρα, η μάνα του τον τιμώρησε, επειδή, λέει, ξόδευε άδικα το χρόνο του και τον έπεισε να βρει δουλειά. Ευτυχώς, ένιωθε κι ο ίδιος αηδιασμένος με τον εαυτό του, κι έτσι άκουσε τη συμβουλή της. Αλλά, το θέμα ήταν, ποιο επάγγελμα θα μπορούσε να ακολουθήσει. Δεν είχε τις γνώσεις ενός ιερέα, ήταν πολύ αδύνατος σωματικά για να γίνει στρατιώτης και, αφού ήταν Βραχμάνος, δε θα μπορούσε να δουλέψει σαν υπηρέτης. Έτσι αποφάσισε να γίνει επιχειρηματίας.
“Τι θα ήθελες να πουλάς;” τον ρώτησε η μητέρα του. Εισηγήθηκε διάφορα πράγματα: σπόρια, ρούχα, φαγητά. Αλλά αυτός απέριψε όλες τις εισηγήσεις και της είπε ότι θα ήθελε να πουλά λαμπερά κόκκινά βραχιόλια και πήλινα δοχεία όμορφα σχεδιασμένα.
Η μητέρα του τού έδωσε τα λεφτά για να επενδύσει στην επιχείρηση. Αγόρασε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο γυαλικά και κάθισε στην πλατεία της αγοράς περιμένοντας τον ερχομό των πελατών.
Καθώς τα μεταξένια χρώματα της πραμάτειας του ζωντάνευαν όμορφα όταν ο ήλιος έπαιζε μαζί τους, οι αντανακλώμενες αχτίδες παρέσυραν τις σκέψεις του πέρα από τον ουρανό, πολύ πολύ ψηλά. “Θα πουλήσω αυτά τα πράγματα με κέρδος δέκα τοις εκατό, σήμερα,” σκέφτηκε. “Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω ψεύτικα μαργαριτάρια τα οποία θα πουλήσω για αληθινά. Σίγουρα θα κερδίσω εκατό ρούπιες μ’ αυτό τον τρόπο. Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω μερικές κατσίκες. Θα γεννούν κάθε έξι μήνες, και έτσι σύντομα θα έχω ένα ολόκληρο κοπάδι. Με τις κατσίκες, θα αγοράσω αγελάδες. Μετά, με το που θα αποκτήσω μοσχάρια, θα τα πουλήσω και θα αγοράσω βουβάλια σ’ αντάλλαγμα. Με το κέρδος από την πώληση των βουβαλιών, θα αγοράσω φοράδες. Όταν αυτές γεννήσουν πουλάρια, θα αποκτήσω πολλά άλογα. Θα τα πουλήσω και θα πάρω άφθονο χρυσάφι. Με το χρυσάφι αυτό θα κτίσω ένα κάστρο στην κορυφή του βουνού, περιτριγυρισμένο από αμπέλωνες. Ο Μαχαραγιάς τουΧαστιναπούρα θα ακούσει γι’ αυτό και θα μου προσφέρει το χέρι της κόρης του, Καουσαλία, με μια μεγάλη προίκα. Θα δεχτώ να την παντρευτώ και θα αποκτήσω ένα γιο απ’ αυτή. Όταν το αγόρι θα είναι αρκετά μεγάλο ώστε να χοροπηδά πάνω στα πόδια μου, θα καθήσω στην αυλή του παλατιού μου και θα του γνέψω να έρθει να παίξει μαζί μου. Σε λίγο θα εκνευριστώ από τις ζαβολιές του και θα τον κακομεταχειριστώ και θα τον επιπλήξω. Θα αρχίσει να κλαψουρίζει και θα φωνάξω στη γυναικά μου να έρθει να τον πάρει. Θα είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, κι έτσι θα πάω κοντά της και θα της δώσω μια τόσο δυνατή κλωτσιά που τα κόκαλά της δε θα γνωρίσουν ποτέ ξανά την ανάπαψη.”
Η δύναμη και η βιαιότητα αυτού του συναισθήματος μετέτρεψε την σκέψη του ονειροπολήματός του σε πράξη, και, ω, έδωσε μια τόσο οργισμένη κλωτσιά, που όλα τα γυάλινα και πήλινα προϊόντα που βρίσκονταν στο καλάθι του, έγιναν χίλια κομμάτια μπρος στα μάτια του.
“Τι θα ήθελες να πουλάς;” τον ρώτησε η μητέρα του. Εισηγήθηκε διάφορα πράγματα: σπόρια, ρούχα, φαγητά. Αλλά αυτός απέριψε όλες τις εισηγήσεις και της είπε ότι θα ήθελε να πουλά λαμπερά κόκκινά βραχιόλια και πήλινα δοχεία όμορφα σχεδιασμένα.
Η μητέρα του τού έδωσε τα λεφτά για να επενδύσει στην επιχείρηση. Αγόρασε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο γυαλικά και κάθισε στην πλατεία της αγοράς περιμένοντας τον ερχομό των πελατών.
Καθώς τα μεταξένια χρώματα της πραμάτειας του ζωντάνευαν όμορφα όταν ο ήλιος έπαιζε μαζί τους, οι αντανακλώμενες αχτίδες παρέσυραν τις σκέψεις του πέρα από τον ουρανό, πολύ πολύ ψηλά. “Θα πουλήσω αυτά τα πράγματα με κέρδος δέκα τοις εκατό, σήμερα,” σκέφτηκε. “Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω ψεύτικα μαργαριτάρια τα οποία θα πουλήσω για αληθινά. Σίγουρα θα κερδίσω εκατό ρούπιες μ’ αυτό τον τρόπο. Μ’ αυτά τα λεφτά, θα αγοράσω μερικές κατσίκες. Θα γεννούν κάθε έξι μήνες, και έτσι σύντομα θα έχω ένα ολόκληρο κοπάδι. Με τις κατσίκες, θα αγοράσω αγελάδες. Μετά, με το που θα αποκτήσω μοσχάρια, θα τα πουλήσω και θα αγοράσω βουβάλια σ’ αντάλλαγμα. Με το κέρδος από την πώληση των βουβαλιών, θα αγοράσω φοράδες. Όταν αυτές γεννήσουν πουλάρια, θα αποκτήσω πολλά άλογα. Θα τα πουλήσω και θα πάρω άφθονο χρυσάφι. Με το χρυσάφι αυτό θα κτίσω ένα κάστρο στην κορυφή του βουνού, περιτριγυρισμένο από αμπέλωνες. Ο Μαχαραγιάς τουΧαστιναπούρα θα ακούσει γι’ αυτό και θα μου προσφέρει το χέρι της κόρης του, Καουσαλία, με μια μεγάλη προίκα. Θα δεχτώ να την παντρευτώ και θα αποκτήσω ένα γιο απ’ αυτή. Όταν το αγόρι θα είναι αρκετά μεγάλο ώστε να χοροπηδά πάνω στα πόδια μου, θα καθήσω στην αυλή του παλατιού μου και θα του γνέψω να έρθει να παίξει μαζί μου. Σε λίγο θα εκνευριστώ από τις ζαβολιές του και θα τον κακομεταχειριστώ και θα τον επιπλήξω. Θα αρχίσει να κλαψουρίζει και θα φωνάξω στη γυναικά μου να έρθει να τον πάρει. Θα είναι απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, κι έτσι θα πάω κοντά της και θα της δώσω μια τόσο δυνατή κλωτσιά που τα κόκαλά της δε θα γνωρίσουν ποτέ ξανά την ανάπαψη.”
Η δύναμη και η βιαιότητα αυτού του συναισθήματος μετέτρεψε την σκέψη του ονειροπολήματός του σε πράξη, και, ω, έδωσε μια τόσο οργισμένη κλωτσιά, που όλα τα γυάλινα και πήλινα προϊόντα που βρίσκονταν στο καλάθι του, έγιναν χίλια κομμάτια μπρος στα μάτια του.
0 Σχόλια