The Marriage of Heaven and Hell - William Blake (απόσπασμα)

Μια αξιομνημόνευτη φαντασίωση

Ήρθε ένας ʼγγελος και μου είπε: « Ω αξιοθρήνητε ανόητε νεαρέ! Ω φρικτή! Ω φοβερή κατάσταση! Συλλογίσου το φλεγόμενο μπουντρούμι που ετοιμάζεις για τον εαυτό σου εις τον αιώνα, και όπου με τέτοια βιάση πλησιάζεις».

Είπα: «Ίσως θα ήσουν πρόθυμος να μου δείξεις την αιώνια μοίρα μου και να στοχαστούμε μαζί πάνω σ’ αυτήν και να δούμε ποια είναι πιο επιθυμητή η δική σου ή η δική μου».

Με οδήγησε τότε μέσα από ένα στάβλο και μέσα από μια εκκλησία κάτω στην κρύπτη της εκκλησίας, και στο βάθος της ήταν ένας μύλος: περάσαμε μέσα από τον μύλο και φτάσαμε σε μια σπηλιά. Βρίσκοντας τον δρόμο μας ψηλαφητά και με κόπο κατεβήκαμε στα έγκατα του πολυδαίδαλου σπηλαίου, ώσπου ένα βάραθρο απύθμενο σαν ουρανός του κάτω κόσμου ανοίχτηκε στα πόδια μας και αρπαχτήκαμε από τις ρίζες των δέντρων και κρεμαστήκαμε πάνω απ’ αυτήν την απεραντοσύνη. Είπα τότε: «αν θέλεις, παραδινόμαστε σ’ αυτό το βάραθρο, και βλέπουμε αν η θεία πρόνοια φτάνει μέχρι εδώ: αν εσύ δεν το κάνεις, θα το κάνω εγώ» μου αποκρίθηκε όμως: «μην ξεθαρρεύεις νεαρέ, αλλά από δω που είμαστε, κοίταξε τη μοίρα σου που σύντομα θα φανερωθεί μόλις χαθεί το σκοτάδι».

Έτσι έμεινα μαζί του, καθισμένος στη στρεβλή ρίζα μιας βελανιδιάς: αυτός κρεμασμένος από ένα μανιτάρι, που μετεωριζόταν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω. 

Αρχίσαμε σιγά-σιγά να διακρίνουμε την απέραντη ʼβυσσο, πυρή σαν τον καπνό μιας φλεγόμενης πόλης. Από κάτω μας, στα βάθη, ήταν ο ήλιος, μαύρος αλλά λαμπερός. Γύρω του πυρά μονοπάτια που πάνω τους στριφογυρνούσαν πελώριες αράχνες, έρποντας πίσω από τα θηράματά τους, που πετούσαν ή μάλλον κολυμπούσαν στο απέραντο βάθος, με τις πιο τρομακτικές μορφές ζώων που γέννησε η διαφθορά. Και ο αέρας ήταν γεμάτος από αυτά, και έμοιαζε να αποτελείται απ’ αυτά: τους Διαβόλους, που ονομάζονται Δυνάμεις του αέρα. Ρώτησα τότε τον σύντροφό μου ποια ήταν η αιώνια μοίρα μου. Αποκρίθηκε: «ανάμεσα στις μαύρες και στις άσπρες αράχνες».

Μα τώρα μέσα από τις μαύρες και τις άσπρες αράχνες, ένα σύννεφο φωτιάς τινάχτηκε και κύλησε ως τα βάθη, μαυρίζοντας τα πάντα, έτσι κάτω από μας δεν φαινόταν πια τίποτα παρά μονάχα μια μαύρη θύελλα, ώσπου κοιτάζοντας κατά την ανατολή ανάμεσα απ’ τα σύννεφα και τα κύματα είδαμε έναν καταρράκτη από αίμα και φωτιά και λίγο μακρύτερα από μας ξεπρόβαλε και βυθίστηκε ξανά η λεπιδωτή κουλούρα ενός τερατόμορφου φιδιού. Τέλος, ανατολικά, σε απόσταση τριών μοιρών πρόβαλε πάνω απ’ τα κύματα ένα πύρινο φρύδι. Σιγά-σιγά υψώθηκε σαν κορυφογραμμή από χρυσού βράχους, ώσπου διακρίναμε δύο σφαίρες βαθυκόκκινης φωτιάς, απ’ όπου η θάλασσα τραβιόταν μέσα σε σύννεφα καπνού , και είδαμε τώρα πως ήταν το κεφάλι του Λεβιάθαν, το μέτωπό του ήταν χωρισμένο σε λουρίδες πράσινες και πορφυρές όπως αυτές στο μέτωπο μιας τίγρης: κι ύστερα είδαμε το στόμα του και τα κόκκινα βράγχιά του να κρέμονται πάνω απ’ τα αφρισμένα σάλια χρωματίζοντας τα μαύρα βάθη με αχτίδες από αίμα, προχωρώντας καταπάνω μας με όλη τη μανία μιας ύπαρξης πνευματικής.

Ο φίλος μου ο ʼγγελος σκαρφάλωσε από κει που βρισκόταν στον μύλο. Έμεινα μόνος, και τότε το φάσμα αυτό χάθηκε από μπροστά μου, αλλά βρέθηκα καθισμένος σε μιαν όμορφη ακροποταμιά κάτω απ’ το φως του φεγγαριού να ακούω έναν αρπιστή που τραγουδούσε με την άρπα του. Και ο σκοπός έλεγε: «Ο άνθρωπος που γνώμη δεν αλλάζει είναι σαν το στάσιμο νερό, και θρέφει ερπετά του νου».

Αλλά σηκώθηκα, και έψαξα για τον μύλο, και εκεί συνάντησα τον ʼγγελό μου, που, έκπληκτος, με ρώτησε πως γλίτωσα;

Αποκρίθηκα: «Όλα όσα είδαμε ήταν γέννημα της μεταφυσικής σου. Γιατί μόλις χάθηκες, βρέθηκα σε μιαν όχθη κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, ν’ ακούω έναν αρπιστή. Τώρα όμως που είδαμε την αιώνια μοίρα μου, θέλεις να σου δείξω τη δική σου;» γέλασε με τα λόγια μου. Όμως εγώ με τη βία τον άρπαξα ξαφνικά στα χέρια μου, και πέταξα όλη νύχτα κατά τη δύση, ώσπου υψωθήκαμε πάνω απ’ τη σκιά της γης: τότε ρίχτηκα μαζί του κατευθείαν μέσα στο σώμα του ήλιου. Εδώ ντύθηκα μες στα λευκά, και παίρνοντας στα χέρια μου τους τόμους του Σβέντενμποργκ, βούτηξα μακριά απ’ τον λαμπερό τόπο, και πέρασα όλους τους πλάνήτες ώσπου φτάσαμε στον Κρόνο. Εδώ στάθηκα να ξαποστάσω, κι ύστερα πήδηξα στο κενό ανάμεσα στον Κρόνο και τ’ αστέρια. 

«Εδώ», είπα, «βρίσκεται η μοίρα σου, σ’ αυτόν τον χώρο, αν αυτό μπορεί να ονομαστεί χώρος». Σε λίγο είδαμε τον στάβλο και την εκκλησία, και τον οδήγησα μπροστά στην Αγία Τράπεζα και άνοιξα τη Βίβλο, και ιδού! Ήταν μια βαθιά σήραγγα, που την κατέβηκα σπρώχνοντας τον ʼγγελο μπροστά μου. Σε λίγο είδαμε εφτά σπίτια από πλίνθους. Μπήκαμε σ΄ ένα. Μέσα υπήρχαν δεκάδες μαϊμούδες, μπαμπουϊνοι, κι όλα τα πιθηκοειδή, αλυσοδεμένα από τη μέση, τρίζοντας τα δόντια και προσπαθώντας, αν και περιορισμένα από τις κοντές αλυσίδες τους, ν’ αρπάξει το ένα το άλλο: είδα ωστόσο, πως ώρες-ώρες πλήθαιναν, και τότε τα αδύναμα πιάνονταν από τα δυνατά που μ’ έναν αποτρόπαιο μορφασμό αφού πρώτα ζευγάρωναν μαζί τους τα κατασπάραζαν, κόβοντας πρώτα ένα μέλος κι έπειτα ένα άλλο, ώσπου το σώμα απόμενε ένας ανίσχυρος κορμός. Κι αφού έτριζαν τα δόντια τους και το φιλούσαν τάχα με τρυφερότητα, το κατασπάραζαν κι αυτό. Κι εδώ κι εκεί είδα κάποια να δαγκώνουν με λαιμαργία τη σάρκα της δικής τους ουράς. Αλλά καθώς η δυσοσμία μας ενοχλούσε και τους δύο φοβερά, πήγαμε στον μύλο, και εγώ βρέθηκα να κρατάω στο χέρι μου ένα σκελετό, που μέσα στο μύλο έγινε τα Αναλυτικά του Αριστοτέλη. 

Έτσι ο ʼγγελος είπε: «η φαντασία σου με εξαπάτησε, και θα έπρεπε να ντρέπεσαι». 

Αποκρίθηκα: «ο ένας εξαπατά τον άλλο, και είναι χαμένος χρόνος να συζητώ με σένα που τα έργα σου είναι μόνο Αναλυτικά».

Η Αντίθεση είναι η αληθινή Φιλία.




Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

πηγη

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια