De Rerum Natura (Γιώργος Θέμελης)


Είναι σαν ένας άλλος ήλιος
ο ήλιος μες στην ψυχή μου,
είναι ένας άλλος ουρανός


δε σβήνει και δεν αμαυρώνεται.
Αδιάκοπος ουρανός αδειάζει το φως,


αδειάζει η θάλασσα, ξαναγεμίζει.
Όλα είναι μες στην ψυχή μου,
το σπίτι μας, ο θαμπωμένος δρόμος,


ο ψυχρός αγέρας, πέτρες και ξύλα.
Δέντρα, βουνά μες στην απόσταση


που τα ‘δαμε, κοιταγμένα για πάντα.
Βραδυάζει, ξημερώνει, κάποιοι συνομιλούν,


ως να ‘μαστ’ εμείς μες στα παλιά μας φορέματα.
Ακούμε τα χαμηλόφωνα μυστικά μας,


τα λόγια μας κυλούν μες στην εσπέρα.
Τα έχουμε όλα και μας έχουν.


Είμαστε από ύλη κι ασήκωτο φτερό,
τα κόκκαλα μας από θάλασσα κι ασβέστη.


Μας βλέπουν από παντού, μας περιέχουν,
μας καθρεφτίζουν, ως να μοιράζονται

την κατάφωτη όψη μας, το πρόσωπο μας.

Χίλια κομμάτια, χίλια καθρεφτίσματα.
Είμαστε κι εδώ κι εκεί, περνούμε,


ένας αγέρας μας ξεσηκώνει
μαζί μετά πράγματα και τα βουνά.
Καθώς θυμόμαστε ή σωπαίνουμε,


μας συνοδεύει μια λάμψη, μια φεγγοβολή,
από τη γη, απ’ τη σάρκα, από τα πράγματα.
Ως να ‘μασταν νεκροί κι ήρθαμε πίσω.
Αυτή ‘ναι η θάλασσα η πολύφωτη,


Που μας τριγύριζε, έμπαινε μέσα μας,
ως μες στον ύπνο, ως μες στη σάρκα.


Η θάλασσα η ανείπωτη σαν την ψυχή μας.
Σ’ αυτήν εδώ τη στέγη, αυτή την ώρα,


μ’ αυτά τα χέρια, αυτά τα σώματα,

Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο μες στη νύχτα.
(Είναι μια ώρα, είναι μια νύχτα και δεν παύει,
δεν παύει ο ύπνος, δεν τελειώνει ο έρωτας).
Σ’ αυτό το ξύλο μες σ’ αυτό το φως,


σ’ αυτό το ξύλο ακούμπησες, κοίταξες
την πρωινή σημασία του άφυλλου δέντρου,


του πιο μοναχικού κι αμίλητου σ’ όλα τα δέντρα.
Με κοίταξες στα μάτια, με κοιτάς,
(Τάχα θα δώσουν κάποτε λόγο τα δέντρα
το πρόσωπό σου απόμεινε στο πρόσωπό μου.
Μύρισε ο χρόνος όλος, μύρισε ο αγέρας.
Αυτή την ώρα σ’ αυτό τον ουρανό,
Μέσα σ’ αυτό τον ύπνο, αυτό το ημερονύχτιο.
Δεν το βαστώ, δεν το χορταίνω το πρόσωπό μου.

Σ’ αυτό το ακίνητο πρωί, θα στολιστώ,


Θα βάλω φτιασίδι στην όψη μου, θα ετοιμαστώ,
Θα τρέξω ως τον καθρέφτη, να κοιτάξω.
Ψάχνω το σώμα, ψηλαφώ στα σκοτεινά,


Φιλώ τη σκόνη, οσφραίνομαι, αφουγκράζομαι.

Ως να με κράζει, κάποιος, με καλεί.


Μια ευωδιά με παίρνει, η ευωδιά μας.
Τίποτα δεν αφήνω να πέσει καταγής και να χαθεί.
Φιλί με φιλί και ψίχουλο με ψίχουλο,


Χέρι με χέρι, θα τα μαζέψω όλα

Ξανά μες στην αγάπη μου, να σώσω την ψυχή μου.
Ό,τι αγγίξαμε ό,τι αγαπήσαμε.
Ό,τι άγγιξα θα ‘ναι αυτό


Που θα ‘χω αγγίξει ό,τι κοίταξα,

Αυτό που θα ‘χω κοιτάξει,


Αυτό που θα ‘χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.

Ό,τι κέρδισα ό,τι αγάπησα.
Κι εγώ τι θα ‘μια τάχα, ποιο χέρι


Θα μ’ έχει συλλέξει ποιο βλέμμα

Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.
Ποια μνήμη θα μου φέγγη να περνώ.
Κι εγώ κάπου θα ‘μια, κάπου θα σωθώ.


Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,

Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,


Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.
Το ειπωμένο μου θα ‘μια τραγούδι και θα φεύγω.
Καθώς ένας χαμένος ήχος μες στους ήχους,


Αυτό που είπα, έκαμα, σκόρπισα.

Το φως που είδα, το σκότος π’ αγκάλιασα.
Μια χούφτα χώμα, ένα σύγνεφο σκόνη.
Μέσα στη δίψα θα ‘μια, θα διψώ,


Θα καίω τα χείλη, θα φέγγω τη νύχτα.

Μέσα στη μνήμη, η μνήμη θα θυμάμαι.


Να μην ξεχάσουμε: να μην ξεχαστούμε.
Αν όλα λείψουν, θα μείνει το άρωμα μας.
Αν ακουστεί η φωνή μας, θα ‘ναι τα δέντρα.

Είμαστε ήχοι, αντίλαλοι ,αντηχούμε


Ακούμε, ακουγόμαστε.
Ακούμε τον ακατάπαυστο κρότο του θανάτου.


Μια πόρτα να χτυπάει, να κρούει η μνήμη.


Φωνή που άκουσα κάποτε, σ’ ακούω,
Φωνή σαν ήχος βαθύς οργάνου,

Σ’ ακούω ξανά, σ’ ακούει η ψυχή,

Σ’ ακούει η ψυχή, σε φέρνει πίσω,



Μες στην παντοτινή σου αντήχηση.
Ένας ήχος θα μας πάρει, ένας αντίλαλος.
Ακούω τον ήχο μου, βλέπω


Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα

Και γίνομαι, όλο γίνομαι,


Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποχτήσω

Την ύπαρξη μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.

Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.

Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,


Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στο χώρο.


Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.
Ως τη στερνή, την τέλεια μεταμόρφωση.

Είμαι σαν ένα πράγμα, είσαι ένα άλλο


Παρόμοιο, γυρεύουμε το ένα τα’ άλλο.
Σε βλέπω εκεί που σ’ έβλεπα, σ’ αγγίζω


Εκεί που σ’ άγγιζα, επάνω σ’ όλα,


Παντοτινά, ακατάλυτα και σωριασμένα.
(Ποιο χέρι τα κινεί και τα σωριάζει,


τα χτίζει και τα γκρεμίζει.

Ποιος μας σωριάζει μες στο χρόνο).
Δεν ακούγεται τίποτα κι όλα αντηχούν,
Ως να ‘ναι παύση μες στο χρόνο.

Ως να ‘ναι παύση κι όλα πρόκειται να αρχίσουν
Απ’ την αρχή: οι ομιλίες, τα βήματα, η μουσική.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα η γη,
ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.
Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο ουρανός.
Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή


vα τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.

Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θα ’ταν,


Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θα ‘παίρνε για να φανεί


Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο

Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.


Τι ράπισμα κι’ αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:

«Ίδε ο άνθρωπος. Ίδε ο Θεός».

Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς

Ταφή και θρήνο – δίχως ανάσταση.

Χωρίς εμάς τι θα ’ταν τάχα ο θάνατος.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια