R.I.P. John Mayall (1933 – 2024)

Ο John Mayall, γνωστός ως «νονός των βρετανικών μπλουζ», πέθανε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια στις 22 Ιουλίου 2024, σε ηλικία 90 ετών.

Δημιούργησε το συγκρότημα του, τους Bluesbreakers, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και έγινε πλατφόρμα για την ανάπτυξη πολλών σπουδαίων μουσικών, συμπεριλαμβανομένων των Eric Clapton, John McVie, Peter Green, Jack Bruce και Mick Taylor. 

Εδώ και πάνω από μισό αιώνα, οι μπάντες του λειτούργησαν σαν σχολείο από το οποίο ξεπήδησαν πολλοί από τους μεγαλύτερους ροκ και μπλουζ μουσικούς του πλανήτη. Θεωρείται έτσι δικαίως ένας από τους πατριάρχες του λευκού μπλουζ και ροκ.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε χωριό κοντά στο Manchester κι από μικρή ηλικία «εκτέθηκε» σε ηχογραφήσεις των αφροαμερικάνων πρωτοπόρων του προπολεμικού μπλουζ αλλά και της Jazz, από την συλλογή 78 στροφών του πατέρα του. Έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την μουσική και άρχισε να μαθαίνει κιθάρα, πιάνο και φυσαρμόνικα. Μετά την στρατιωτική του θητεία, γράφτηκε σε σχολή καλών τεχνών ενώ άρχισε να παίζει με ημιεπαγγελματικά γκρουπ. Εργαζόταν ως γραφίστας για κάποια χρόνια, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την ενασχόληση του με τη μουσική.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, μια νέα γενιά μουσικών θα αρχίσει σιγά σιγά να δημιουργεί την σπουδαία σκηνή του λευκού μπλουζ. Κάτω από την υψηλή καθοδήγηση του Alexis Korner, o Mayall αποφασίζει να μετακομίσει από το Manchester στο Λονδίνο και να ασχοληθεί επαγγελματικά πλέον με την μουσική. Το 1963 έχει ήδη φορμάρει μια πρώτη line-up των θρυλικών Βluesbreakers και εμφανίζεται τακτικά στο περίφημο Marquee Club. Για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια ο Mayall θα βρίσκεται στο peak της δημιουργικότητας, ηχογραφώντας μια σειρά κλασικών άλμπουμ συνεργαζόμενος με ένα πλήθος μουσικών των μπλουζ αλλά και της Jazz. To 1965 εμφανίζεται ο πρώτος του δίσκος στα ράφια των δισκοπωλείων, το «John Mayall plays John Mayall», ηχογραφημένο live λίγο καιρό νωρίτερα.

Την επόμενη χρονιά και μετά από αρκετές αλλαγές στο line-up των συνεργατών του ο Mayall χτύπησε «φλέβα», παίρνοντας στο πλευρό του έναν αγριεμένο νεαρό κιθαρίστα. Ο λόγος φυσικά για τον Eric Clapton, που είχε μόλις αποχωρήσει από τους Yardbirds. Καρπός της συνεργασίας τους ήταν ένα από τα θρυλικότερα άλμπουμ του λευκού μπλουζ αλλά και του ροκ το αξεπέραστο «Bluesbreakers with Eric Clapton», γνωστό και ως «Beano» λόγω του κόμιξ που διάβαζε ο Clapton στο εξώφυλλο. Είναι εξάλλου η περίοδος που το σλόγκαν «Clapton is God» δεσπόζει στους λονδρέζικους τοίχους. Πρόκειται για δίσκο αναφοράς για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται στοιχειωδώς για τον ηλεκτρικό ήχο. the rest is history

Αμέσως μετά ο Clapton έφυγε για να συνεχίσει με το supergroup των Cream. Ο Μayall δεν πτοήθηκε και βρήκε τον αντικαταστάτη του στο πρόσωπο του Peter Green με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και προηγουμένως. To 1967 κυκλοφόρησαν το «A Hard Road» με τον John McVie στο μπάσο και τον Aynsley Dunbar στα τύμπανα. Πολύ σπουδαίο επίσης άλμπουμ με αξέχαστες συνθέσεις όπως το ομώνυμο κομμάτι αλλά και το «Supernatural»

Η θέση του κιθαρίστα στο γκρουπ του Mayall ύστερα από λίγο θα μείνει και πάλι κενή. Μέσα από τις τάξεις των Bluesbreakers και με κορμό τους John McVie και Mick Fleetwood, θα αρχίσει ο Peter Green να μορφοποιεί τους Fleetwood Mac με την γνωστή μετέπειτα πορεία τους στο ηλεκτρικό blues. Ο Mayall μετά από ψάξιμο και δοκιμές κατέληξε ότι του ταιριάζει ο άσημος 18χρονος κιθαρίστας Mick Taylor με τον οποίο θα πορευτούν μαζί τα επόμενα χρόνια.
Οι αλεπάλληλες αλλαγές των συνεργατών τού Mayall θα συνεχιστούν αμείωτες. 
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι το όνομα Bluesbreakers δεν εμφανίζεται πλέον στον τίτλο, παρά μόνο το όνομα του ίδιου του Mayall. Την επόμενη χρονιά ο Μayall θα επιστρέψει στο Laurel Canyon όπου και θα εγκατασταθεί για δέκα και πλέον χρόνια. Στο μεταξύ ο Mick Taylor θα αποχωρήσει για να δοξαστεί μαζί με τους Rolling Stones.
Στη συνέχεια ο ανήσυχος Mayall αποφάσισε να κάνει μια καλλιτεχνική στροφή και να πειραματιστεί με πιο ακουστικό ήχο, χωρίς τύμπανα και σκληροπυρηνικά ηλεκτρικά σόλο κιθάρας. Επέλεξε ο νέος ήχος των μπλουζ του να είναι «low volume music». Αυτό το εγχείρημα αποτυπώθηκε με θαυμάσιο τρόπο στον δίσκο «The Turning Point», live ηχογράφηση στο ξακουστό Fillmore East, στα 1969. Πρόκειται κατά την ταπεινή μου γνώμη για μια από τις πιο σπουδαίες live ηχογραφήσεις όλων των εποχών.



Ακολούθησε το «Empty Rooms» στο ίδιο setting, ενώ στο επόμενο «USA Union» ο Mayall θα εγκαινιάσει την συνεργασία του με γνωστούς Αμερικάνους μουσικούς όπως ο Larry Taylor των Canned Heat, o Don Sugarcane Harris στο βιολί και ο άσος κιθαρίστας Harvey Mandel. Κεντρικό ζήτημα των τραγουδιών του αποτελεί το ερωτικό στοιχείο, επηρεασμένος από τα αισθήματα του για την τότε σύντροφο του. (Crying) O ήχος, ακουστικός και jazzy. O Mayall έχει επηρεαστεί από το κλίμα και τους singers-songwriters της Δυτικής Ακτής, κάτι που φαίνεται τόσο στο στιλ όσο και στην θεματολογία των συνθέσεων του.

O Mayall συνεχίσε να είναι πολύ παραγωγικός και για το υπόλοιπο της δεκαετίας του ’70 συνεργαζόμενος με πολλούς μουσικούς, labels, αλλά και φημισμένους παραγωγούς όπως οι Allen Toussaint και Tom Wilson.
Στις αρχές τις δεκαετίας του ’80 θα αποπειραθεί μια επανένωση των Bluesbreakers με κάποια από τα παλιά μέλη και έτσι θα πορευτεί τα επόμενα χρόνια. Από κει και πέρα αποφασίζει να διατηρήσει το ονομα Bluesbreakers, συνεχίζοντας ταυτόχρονα την ανάδειξη πολύ σημαντικών μουσικών και κυρίως κιθαριστών όπως π.χ.ο Coco Montoya και o Walter Trout, από τις τάξεις τους. Παρέμεινε δραστήριος μέχρι τελευταία παρά την μεγάλη ηλικία του, αν και η καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του δεν φτάνει αναμφίβολα στα ύψη των προηγούμενων δεκαετιών. Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί όνομα-εγγύηση για καλοπαιγμένο ηλεκτρικό blues.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο διπλό «Back to the Roots» του 1971, ένα πολύ δυνατό άλμπουμ όπου ο Mayall έχει καλέσει πολλούς συνεργάτες του πρόσφατου παρελθόντος να δώσουν το παρών

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια