H αναζήτηση του γλυκού λωτού

Του Ανδρέα Λυμπερόπουλου
Υπάρχει ένα είδος τεμπελιάς, μια μορφή “αδράνειας” απ’ όπου μπορεί να αναδυθεί η διαυγής σκέψη.
Αν στο διαχρονικό ταξίδι της ψυχής, οι Σειρήνες αντιπροσωπεύουν τους πειρασμούς αυτού εδώ του κόσμου, οι Λωτοφάγοι συμβολίζουν την αποκοπή από την αχαλίνωτη καθημερινή δραστηριότητα.
O ΟΔΥΣΣΕΑΣ και οι Αχαιοί πολέμησαν δέκα χρόνια στην Τροία, παρακινούμενοι από εγωκεντρικούς, ζηλότυπους θεούς. Οι τάξεις τους αποδεκατίστηκαν και έχασαν τους καλύτερους πολεμιστές τους. Κατόπιν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του περιπλανήθηκαν επί δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να καταφέρουν να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Στο ταξίδι άλλοι μεταμορφώθηκαν σε γουρούνια, άλλοι έγιναν τροφή του κύκλωπα Πολύφημου και άλλοι, τέλος, χτυπήθηκαν ανελέητα από την οργή του Ποσειδώνα ή υπέκυψαν στον πειρασμό των Σειρήνων.

O ίδιος ο Οδυσσέας έφτασε τελικά στην Ιθάκη, πολέμησε για να πάρει πίσω την εξουσία του νησιού του και τελικά κατάφερε να αποκαταστήσει την ειρήνη.

Σύμφωνα όμως με μια υπόθεση του Άγγλου ποιητή Tέννυσον, ίσως αυτός και οι σύντροφοί του να βαρέθηκαν μέσα σε ένα-δυο χρόνια και να έφυγαν ξανά. Δεν είχαν καθίσει ήσυχοι μια ολόκληρη εικοσαετία· πώς θα μπορούσε να περιμένει κανείς ότι τώρα θα κάθονταν στα αυγά τους;

Θα χρειάστηκε μια κολοσσιαία δύναμη αποφασιστικότητας από τη μεριά του Οδυσσέα και των συντρόφων του, προκειμένου να εγκαταλείψουν το ήρεμο και εξωτικό νησί των Λωτοφάγων –όμοιο με γήινο παράδεισο– όπου τρώγοντας τους λωτούς ξεχνούσαν τα πάντα.

Όταν δοκίμαζε κανείς αυτόν το γλυκό καρπό, ξέχναγε το σκοπό του ταξιδιού του και δεν ενδιαφερόταν πια για μάχες. Ήταν λογικό να λάβει λοιπόν μέτρα ο Οδυσσέας, γιατί αν καταλάμβανε το πλήρωμα η λήθη, κανείς δεν θα ενδιαφερόταν πια για το γυρισμό στην Ιθάκη.

H Οδύσσεια μας μιλάει για το αρχετυπικό ταξίδι της εξωστρέφειας –το προσκύνημα της ψυχής στο φυσικό κόσμο μέσα από διαδοχικές ενσαρκώσεις– καθώς και για τη θριαμβική επιστροφή “οίκαδε” που τελειώνει σε μια ανάπαυση ή νιρβάνα, θεμελιωμένη πάνω σε μεγαλύτερη σοφία και γνώση του κόσμου.

Όμως η κοινή λογική μάς λέει ότι ούτε το πλήρωμα ούτε ο Οδυσσέας επιθυμούσαν τα ήσυχα γεράματα δίπλα στην οικογενειακή εστία. Παρασυρόμενοι από τη δράση για επιβίωση και για ηρωικά κατορθώματα, δεν είχαν το χρόνο να σκεφτούν γιατί πολεμούσαν.

O κίνδυνος επομένως των Λωτοφάγων δεν αποτελούσε απειλή τόσο για το πλήρωμα, όσο για τις πολιτισμικές αξίες του θριάμβου και της επιστροφής.

O Οδυσσέας δεν φοβήθηκε τόσο μήπως αυτός και οι σύντροφοί του γίνουν νωθροί, όσο μήπως έχοντας αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους άρχιζαν να σκέφτονται, οπότε ίσως ανακάλυπταν έναν πιο ήρεμο και πιο δημιουργικό τρόπο ζωής.

Σήμερα ολόκληρες γενιές πείθονται ότι αξίζει να ζήσουν τα νιάτα τους με ένα σταθερό ρυθμό εξαντλητικής εργασίας για να απολαύσουν τη ζωή τους αργότερα, ίσως πολύ αργότερα, ως συνταξιούχοι, οπότε θα έχουν το δικαίωμα να φάνε ελεύθερα το λωτό της ξενοιασιάς.

Όμως η μεγάλη ζήτηση σε φάρμακα και σε βιβλία σχετικά με την αντιμετώπιση της κατάθλιψης των συνταξιούχων, δείχνουν ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι της μεταβιομηχανικής κοινωνίας κυνηγούν και προσδοκούν κάτι που ίσως δεν θα έπρεπε να θέλουν. Γιατί όπως έχει πει και ο αρχαίος φιλόσοφος Δημόκριτος: «Τα γηρατειά είναι γενική αναπηρία· τα έχουν όλα κι απ’ όλα στερούνται».

Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Οι Λωτοφάγοι φαίνεται ότι είχαν ανακαλύψει το φάρμακο ενάντια στην υπεραπασχόληση από συνήθεια κι αυτό το φάρμακο τους έδινε τη δύναμη να σπάζουν το επιβαλλόμενο πρότυπο. Είχαν ανακαλύψει το παράδοξο ότι η παραγωγικότητα για χάρη της παραγωγικότητας είναι μια δικαιολογία, μια μάσκα που κρύβει το αντίθετό της.

Ένας Θιβετανός Λάμα, που ζει εδώ και χρόνια στη Δύση, ρωτήθηκε κάποτε από έναν πολυάσχολο Αμερικανό σχετικά με το θέμα της τεμπελιάς και πώς μπορεί να υπερνικηθεί.

O Λάμα παρατήρησε ότι υπάρχουν δύο μορφές τεμπελιάς. Κατ’ αρχήν έχουμε την τεμπελιά του Ανατολίτη, που κάθεται ή ξαπλώνει σε μια σκιά πίνοντας τσάι ή καφέ και ύστερα έχουμε την τεμπελιά του Δυτικού που είναι υπερβολικά πολυάσχολος και δεν προλαβαίνει να κάνει πραγματικά κάτι πρωτότυπο και δημιουργικό. Τρέχει πέρα-δώθε χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί και σπάνια του μένει χρόνος να σκεφτεί καθαρά. H παραγωγικότητα μετριέται με την ποσότητα και ελάχιστα με τη βελτίωση της ποιότητας.

H Δυτική κοινωνία είναι χτισμένη πάνω στην αντίληψη της μονιμότητας. Οι άνθρωποι μπορεί να αναγνωρίζουν διανοητικά την παροδικότητα, αλλά το γεγονός της θνητότητας και της αιφνίδιας αλλαγής στα θέματα του βίου έρχεται απλώς σαν μια δυσάρεστη έκπληξη.

Μαζεύουν χρήματα για τα γεράματα, φτιάχνουν σπίτια και ιδρύουν επιχειρήσεις με μακρόπνοη προοπτική. Ακόμη και τα συναισθήματά τους τα επενδύουν στους πολύ στενούς συγγενείς και φίλους. Όμως οι φίλοι φεύγουν, μέλη της οικογένειας πεθαίνουν, επιχειρήσεις χρεοκοπούν, σεισμοί γκρεμίζουν ολόκληρες πόλεις.

«O κόσμος είναι κάτι που όλο μεταβάλλεται και η ζωή είναι μια ονειροφαντασία», έλεγε ο Δημόκριτος.

Και όπως βλέπουμε σήμερα με την παγκόσμια οικονομική κρίση, χρειάζονται τεράστια αποθέματα ενέργειας για να διατηρηθεί ένα σύστημα, το οποίο συνεχώς υπονομεύεται και υποσκάπτεται από την ίδια την πραγματικότητα.

Εκτός αυτού πολλοί άνθρωποι βασανίζονται από το φόβο ότι μπορεί να χάσουν κάποια στιγμή την ικανότητα να δρουν, να κινούνται και να τρέχουν συνεχώς. Αυτή η δραστηριότητα είναι ο πιο ύπουλος και ακατανίκητος εθισμός που φέρνει μαζί του την επιδοκιμασία της σύγχρονης κουλτούρας.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί

Κάθε μείωση της δραστηριότητας θεωρείται ότι έρχεται σε αντίθεση με την ανάπτυξη μιας κοινωνίας που βλέπει την πλήρη απορρόφηση των πολιτών από την παραγωγικότητα, όχι μόνο σαν καθήκον αλλά και σαν προϋπόθεση για μια “ταυτότητα”.

Όμως η ταυτότητα του σημερινού ανθρώπου βασίζεται σε πράγματα μεταβλητά, όπως δράση, αποκτήματα, εργασία, φίλους, δηλαδή σε πράγματα που δεν μπορεί κανείς να τα έχει πάντα υπό έλεγχο. Όσο μειώνεται ο έλεγχος, τόσο μεγαλύτερη δραστηριότητα χρειάζεται για να καλυφθεί το κενό.

Και όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι η αληθινή ταυτότητα είναι ρευστή, αυθόρμητη, ελεύθερη από τις επιβολές του εγώ.

O Tόμας Mέρτον στο βιβλίο του Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, γράφει: «Το γεγονός ότι η ύπαρξή μας εκφράζεται με δράση, δεν πρέπει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι μόλις σταματήσουμε τη δραστηριότητα, παύουμε να υπάρχουμε».

Υπάρχει ένα είδος τεμπελιάς, μια μορφή “αδράνειας” απ’ όπου μπορεί να αναδυθεί η διαυγής σκέψη. Με οδηγό αυτό το πρωτόφαντο φως μπορεί να φανεί μια πιο ομαλή πορεία και να δημιουργηθεί ένας πιο φιλικός κόσμος. Αν η δραστηριότητα δεν είναι παρά λανθάνουσα τεμπελιά, τότε ίσως η αληθινή παραγωγικότητα να βρίσκεται τυλιγμένη στην ηρεμία της φαινομενικής νωθρότητας.

Γιατί, όπως λέει και ο Πίνδαρος: «Όταν ο θεός φωτίσει κάποιον, όλα φεγγοβολούν στην ψυχή του και ο βίος του κυλάει με γαλήνη».

You Magazine

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια