ΤΟ ΗΛΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα ηλιολούλουδο.
Λικνιζόταν ανέμελα στον άνεμο , ρουφούσε τις ηλιαχτίδες, έπαιζε με τα μελισσάκια που ρουφούσαν το μέλι του….
Μια μέρα πέρασε δίπλα του μια σαύρα, κοντοστάθηκε και απομακρύνθηκε.
«Καλά ούτε καν με κοίταξε, μα ούτε ένα βλέμμα?, σαν να μην υπήρχα..Αλλά θα μου πείς τι αξία έχει ένα λουλουδάκι σαν και εμένα …»
Ο καιρός περνούσε και μια μέρα πέρασε ένα σαλιγκάρι. Είχε στο κέλυφός του κολλημένες χρωματιστές πετρούλες που είχε βρεί σε ένα κήπο.
«Κοίταξε λουλούδι τι ωραίες πέτρες που έχω εγώ» του φώναξε, «και από ότι βλέπω εσύ δεν έχεις καμμιά πετρούλα» είπε και έφυγε αφήνοντας τα αχνάρια της υπεροψίας του
Το λουλούδι ένιωσε μειονεκτικά που δεν είχε και αυτό πετρούλες κολλημένες πάνω του, παρόλο που δεν τις χρειαζόταν.
Δεν πρόλαβε να συνέλθει και ένα θυμωμένο φίδι πέρασε σχεδόν από πάνω του.
«Κάνε στην πάντα να περάσω» απαίτησε το φίδι και εξαφανίστηκε
«Καλά ποιο νομίζει ότι είναι αυτό το φίδι» Συμπεριφέρθηκε σαν να ήμουν σκουπίδι και ξέσπασε σε κλάμματα.
Λυπόταν τον εαυτό του και θύμωσε πολύ με το φίδι που του φέρθηκε έτσι..
Τόσο τιποτένιο ήταν λοιπόν και δεν το είχε καταλάβει..
Και δεν έφταναν όλα αυτά, περνάει και ένα κοράκι και ρίχνει τις κουτσουλιές του πάνω του.
Εέε αυτό παραπάει,
Θύμωσε και με τον εαυτό του που ήταν το χειρότερο λουλούδι από όλα και ήθελε να ανοίξει η γη να το καταπιεί.
Ο καιρός περνούσε και είχε γίνει μελαγχολικό, δεν ένιωθε πια χαρά, μαράζωνε γιατί νόμιζε ότι ήταν ένα τιποτένιο λουλούδι.
Σκέφτηκε λοιπόν να αρχίσει να τεντώνεται να φαίνεται μεγαλύτερο, με ότι δύναμη του είχε απομείνει σκόρπιζε ότι άρωμα μπορούσε , με την ελπίδα μήπως και το προσέξει κανείς και του δώσει λίγη αξία….
Συνέβαινε αυτό με κάποιους περαστικούς αλλά στο τέλος της ημέρας ένιωθε τόσο εξαντλημένο, τόσο άδειο που δεν μπορούσε να κουνηθεί. Η καρδιά του ήταν βαριά , είχε χάσει τον ενθουσιασμό του. Τα συναισθήματά του ανεβοκατέβαιναν..
Από την μια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως ήταν ένα σημαντικό λουλούδι και τα υπόλοιπα τα έβλεπε μικρά και ασήμαντα, και έτσι με την σκέψη του δημιουργούσε ένα ψέμα και ζούσε στον κόσμο της φαντασίας του, και συγχρόνως πλήγωνε τα άλλα λουλούδια.
Άλλες φορές έβλεπε τα άλλα λουλούδια καλύτερα από εκείνο και έτσι πλήγωνε τον εαυτό του.
Δεν ήξερε πιά τι να νιώσει.
Παρακαλούσε το Θεό να του δείξει το δρόμο να ξαναγίνει ευτυχισμένο. Έτσι με μπερδεμένο το μυαλό παρακαλούσε για μια λύση αλλά η λύση δεν ερχόταν.
Ωστόσο ζήτησε την καρδιά του να ανοίξει και να του δείξει ίσως κάτι που με το μυαλό του δεν μπορούσε να σκεφτεί…
Τις επόμενες ημέρες πέρασε από εκεί ένα λευκό περιστέρι.
Φρρρρτ ! Φρρρρτ! «Γειά σου λουλούδι» του είπε
«Γειά σου περιστεράκι» του είπε «κάτσε να ξαποστάσεις, θα πρέπει να έρχεσαι από πολύ μακριά!»
«Έρχομαι από την χώρα της Αγάπης, να σκορπίσω χαρά, χρώματα και αρώματα» του είπε «εσύ από πού είσαι?»
«Εγώ είμαι από εδώ …από το χώμα…και δεν είμαι και άξιο λόγου…» του απάντησε.
«Μα τι λές ξέχασες από πού είσαι και γιατί ήρθες εδώ?
Δεν ήρθα από πουθενά ! ψιθύρισε το λουλούδι εδώ ήμουν πάντα !
«Για θυμήσου….για θυμήσου….για θυμήσου….κελάηδησε το περιστέρι… Θα έρθω αύριο, να τα πούμε ξανά…»
Το λουλουδάκι σάστισε, αναρωτιόταν τι εννούσε όταν έλεγε « ξέχασες από πού είσαι και τι ήρθες να κάνεις εδώ»
Παρακαλούσε να θυμηθεί….και αποκοιμήθηκε.
Είδε ένα όνειρο σαν εκείνα που μοιάζουν αληθινά γιατί σου θυμίζουν την Αλήθεια.
Είδε ένα σπόρο να φωσφορίζει μέσα στο προστατευτικό γεμάτο αγάπη χέρι του Θεού, που του μιλούσε :
Mικρέ μου σπόρε, κομμάτι από την καρδιά μου…
Σε αγαπώ όσο δεν μπορείς να φανταστείς…
Πάρε Πνοή από την Πνοή μου, τυλίξου από τους χτύπους της καρδιάς μου και κατέβα στην Γη, ρίζωσε βαθιά στο χώμα και ύψωσε το κορμάκι σου στον ανατέλλοντα ήλιο της Ψυχής σου.
Από εκεί θα σου ψιθυρίζω μυστικά για να σου δείξω τον τρόπο να φέρεις τους ευωδιαστούς κήπους του Ουρανού στην Γη. Να μην ξεχνάς ότι σε αγαπώ. Η καρδιά μου είναι το πραγματικό σου σπίτι που σε περιμένει πάντα.
Και μόνο που υπάρχεις αξίζεις όλη την χαρά της καρδιάς μου.
Μικρέ μου σπόρε, κρυμμένο μεγαλείο και ευγενική ψυχή γεμάτη Φως, λάμπε για πάντα σους αιώνες και παίζε χαρούμενος με τους χτύπους της καρδιάς μου.
Οι πρώτες αχτίδες ξύπνησαν το λουλουδάκι την στιγμή που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, τα δάκρυα κυλούσαν από τα πεταλάκια του σαν δροσοσταλίδες της Αυγής. Της Αυγής της τόσο μοναδικής, που έφερνε την Ανατολή στην ψυχή του.
Φρρρρτ, φρρρτ, φρρρτ, νάσου το περιστέρι μπροστά του.
«Θυμήθηκες του λέει ? Υποθέτω πως θυμήθηκες γιατί λάμπεις ολόκληρο !!!!»
«Καλημέρα περιστέρι! Πλέω σε πελάγη ευτυχίας. Νιώθω τόσο ευλογημένο….και η ευλογία δεν έχει σχέση με τι έχεις αποκτήσει η τι συμβαίνει έξω από σένα, αλλά με τι πραγματικά ΕΙΣΑΙ βαθιά μέσα σου. Νιώθω τέτοια ευτυχία που δεν υπάρχει χώρος για δυστυχία. Ό,τι σκέψεις αναξιότητας είχα κάνει είχαν μεταμορφωθεί σε σαύρα, σαλιγκάρι, φίδι, κοράκι…πέρασαν από δίπλα μου για να μου δείξουν αυτό που νόμιζα ότι ήμουν…ας είναι ευλογημένα….
Μικρό μου περιστέρι, Σε αγαπώ…
Το περιστέρι πετάρισε αφήνοντας ένα πουπουλάκι να αιωρείται… «Ξέρεις που θα με βρίσκεις κάθε φορά που με χρειάζεσαι…γειά σου τώρα θα σε βλέπω στο Φως..»
Το λουλούδι άρχισε να κοιτά γύρω του.. Όλα ήταν τόσο όμορφα, τα υπόλοιπα λουλούδια τόσο μοναδικά…. Έβλεπε παντού ομορφιά μα τόση ομορφιά…πως ζούσε τόσα χρόνια χωρίς αυτήν…
Ξάφνου νοιώθει ένα απαλό άγγιγμα στα φυλλαράκια του. Γυρίζει και τι να δει. Ένα άλλο λουλούδι ήταν φυτρωμένο δίπλα του που τόσο καιρό δεν είχε προσέξει τώρα. Μόνο κάτι αγκάθια σερνιόντουσαν ως τώρα δίπλα του και του έκαναν την ζωή δύσκολη.
«Θέλεις να χορέψουμε αγκαλιά πρότεινε το άλλο λουλουδάκι»
Ήταν πανέμορφο και φωτεινό !!
«Φυσικά και θέλω» απάντησε το ηλιολούλουδο» και άρχιζαν να λικνίζονται πέρα δώθε…
Χρειαζόταν να καταφέρει να ανακαλύψει την πραγματική του αξία και να αντικρύσει την ολότητα του Εαυτού του, για να μπορεί να την συναντήσει εκεί έξω….


Άγνωστος συγγραφέας

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια