Ο ΤΟΙΧΟΣ

Κάποτε, σε μια παράξενη πόλη ενός σκοτεινού πλανήτη, ζούσε ένας τοίχος. Ο τοίχος αυτός, λευκός και σκληρός κι ενίοτε υγρός για κάποιες μέρες του Xειμώνα, δεν ήταν σαν όλους τους κουφούς τοίχους όλων των συνηθισμένων πόλεων των φωτεινών πλανητών: ήταν ένας τοίχος που άκουγε. Το δωμάτιο που περιέκλειε φιλοξενούσε συχνά επισκέπτες και ενοίκους, προσωρινούς και μόνιμους, ανθρώπους όλων των θυμικών και χνώτων. Άλλοτε, πάλι, το δέρμα του ξεφλούδιζε απʼ τη σιωπή και την ακινησία, κι ο τοίχος έμενε μόνος του με τις φωνές του παρελθόντος, ανυπόμονος να υποδεχτεί νέες ομιλίες, ολοκαίνουριους ψιθύρους μα κι υγρούς, γιομάτους πίκρα, αναστεναγμούς.

Και πόσα δεν είχε ακούσει ο τοίχος στο δωμάτιο! Στριγγλιές, αναφιλητά, γρήγορες ανάσες μα κι αργές, συζητήσεις ως τα χαράματα, παιδικά κι ενήλικα κλάματα κι ασυγκράτητες χαρές με ξεφωνητά και ποδοβολητά! Ο τοίχος τα παρακολουθούσε όλα με μεγάλη λαιμαργία, τα ρουφούσε, στενοχωριόταν με τη θλίψη των ανθρώπων, χαιρόταν με τη χαρά τους, γινόταν φίλος, αδελφός τους, μάνα τους, πατέρας τους… ώρες ώρες ευχόταν να μην ήταν τοίχος, να ήταν και κείνος άνθρωπος, να μπορούσε να περπατήσει ανάμεσα στους ανθρώπους, να χορέψει μαζί τους, να τους αγκαλιάσει, να ζήσει κι αυτός τη ζωή τους μʼ όλα τα συναισθήματα, τα δάκρυα, την ελευθερία και την ομορφιά.

Κάτι τέτοιες ευχές, όμως, πραγματοποιούνται μόνο στα παραμύθια όπου οι τοίχοι είναι ψεύτικοι κι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σʼ αυτούς αληθινοί. Έτσι, ο τοίχος μας παρέμενε τοίχος, σιωπηλός σύντροφος των ανθρώπων, ακούραστος προστάτης και φύλακας της καθημερινότητάς τους στιγμή με τη στιγμή, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο. Καμιά επανάληψη δεν τον εξαντλούσε, καμιά συμφορά δεν τον τρόμαζε, καμιά χαρά δεν τον λίγωνε ώστε να προσευχηθεί στο Θεό των τοίχων να χάσει την ακοή του. Οι ήχοι των ανθρώπων αποθηκεύονταν στα σπλάχνα του ως το μεγαλύτερο και μελωδικότερο δώρο, για το οποίο αισθανόταν ευγνωμοσύνη βαθιά.

Ένα βράδυ –βράδυ θα πρέπει να ʼταν, μιας και τοίχος που δε νιώθει το φεγγάρι δεν υπήρξε ποτέ– το δωμάτιο του τοίχου επισκέφθηκε για πρώτη φορά ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με κανέναν απʼ τους ανθρώπους που ως τώρα είχε ακούσει. Ο άνθρωπος αυτός φερόταν αλλόκοτα, ανακάτωνε το δωμάτιο, ψαχούλευε το καθετί που υπήρχε μέσα του, ανοιγόκλεινε συρτάρια, περιεργαζόταν θήκες και θηκούλες, ψηλαφούσε τον ίδιο τον τοίχο σπιθαμή προς σπιθαμή και τον αναστάτωνε. «Κλέφτης», σκέφτηκε ο τοίχος και τρομοκρατήθηκε– και τότε, συνέβη κάτι το καταπληκτικό. Ο άνθρωπος που ψαχούλευε με τόση μανία το δωμάτιο είπε: «Ναι, κλέφτης». «Ακούστηκα;», αναρωτήθηκε σαστισμένος ο τοίχος. «Ναι», αποκρίθηκε πανήρεμος ο κλέφτης, συνεχίζοντας, ταυτόχρονα, την επιδρομή του.

«Αν δε φύγεις, κλέφτη», σκέφτηκε θυμωμένα και αποφασιστικά ο τοίχος, «θα τρίξω τα τούβλα μου με όλη μου τη δύναμη. Οι άνθρωποι που ζουν μέσα μου θα νομίσουν ότι γίνεται σεισμός, θα ξυπνήσουν και τότε…». Ο κλέφτης δε φάνηκε να ταράζεται. Με ξεκάθαρη φωνή και, δίχως να πάψει στιγμή να αναζητά, είπε στον τοίχο: «Κανείς δε ζει μέσα σου». «Χα», κάγχασε ο τοίχος με τη σκέψη του. «Και ποιοι είναι όλοι αυτοί που ακούω ολημερίς –και καμιά φορά το βράδυ– να μιλούν και να στενάζουν, να κλαίνε και να γιορτάζουν, να γεννούν, να μισούν και νʼ αγαπούνε;». «Απʼ έξω σου έρχονται, καημένε, όλες οι φωνές», είπε ο κλέφτης, «εδώ μέσα μήτʼ έζησε μήτε θα ζήσει κανείς ποτές».

Ο τοίχος δεν πίστεψε τον κλέφτη. Πήρε βαθιά ανάσα από τα ρουθούνια της επιφάνειάς του κι έτριξε μʼ όση δύναμη είχε τα τούβλα του για να ξυπνήσει τους ανθρώπους, μια και δυο και τρεις φορές. Αποκαμωμένος, περίμενε νʼ ακούσει την αφύπνιση που θα έδιωχνε τον κλέφτη. Όμως δε σάλεψε κανείς. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε, τότε, τον τοίχο. Ώστε ήταν αλήθεια; Όλα έρχονταν απʼ έξω; Μέσα στο δωμάτιο, το δικό του το δωμάτιο, δεν έζησε ποτέ κανείς; Κι ετούτος, ο κλέφτης, τι γύρευε με τέτοια επιμονή μες στο δωμάτιο;

Ο κλέφτης άκουσε τις ερωτήσεις του τοίχου μα δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε για ώρες κι ίσως μέρες πολλές την αναζήτησή του μέσα στο δωμάτιο που, αν και ποτέ του δε φιλοξένησε ανθρώπους, θα πρέπει να ʼχε μέσα του πολύτιμα αντικείμενα, πετράδια, ίσως, μεγάλης αξίας ή ράβδους χρυσού.

Κάποτε ο κλέφτης τέλειωσε το ψάξιμο κι έκαμε να φύγει. «Μη», σκέφτηκε ο τοίχος, «πες μου τʼ όνομά σου, πες μου τι γύρευες μες στο δωμάτιο τόσον καιρό». «Είμαι ο Στίχος», απάντησε ο κλέφτης, «και μάζεψα τα φλούδια». «Ποια φλούδια;», αναρωτήθηκε ο τοίχος. «Τα φλούδια από το δέρμα σου, τοίχε, τα φλούδια που χύνονταν παντού μες στο δωμάτιο όταν κανένας ήχος δεν έφτανε στʼ αυτιά σου, καμιά ευτυχία, καμιά ομιλία, καμιά αγάπη ή ψέμα ή μίσος ή γέννα˙ τα φλούδια της μοναξιάς σου, τοίχε, τα πάω στους ανθρώπους για να ερωτευθούν». Μʼ αυτές τις κουβέντες ο κλέφτης έφυγε.

Ο τοίχος σωριάστηκε στα πόδια της γυναίκας και προσκύνησε.


Δημήτριος Μουζάκης

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια