ΣΤΟΝ JAMES DOUGLAS MORRISON

Καθώς τα σφραγισμένα πορτόφυλλα χορεύουνε ντεκαντάνς / μία μονάχη καρδιά φέρνει βόλτες / στα ζεστά αποπνικτικά βραδινά / σουλατσάροντας παρέα με τα πριαπισμένα αδέσποτα σκυλιά της λερής πόλης / αδέσποτη κι αυτή και αλήτισσα μαζί τους / ενώ μια κάτασπρη σιγανή βροχή πέφτει… πέφτει… πέφτει… ασταμάτητα / σα να ιδρώνει ο γαλαξίας / άσπρη αόρατη βροχή που μας κυβερνάει / σιγή νεκροταφείου στ’ ανοιγμένα με ατμό και μαστοριά ταχυδρομικά δέματα / εφηβικές ονειρώξεις / μοιρασμένες ανάμεσα στα ψηλοτάκουνα βήματα της καλντεριμιτζούς / και στο χαρακωμένο μούτσουνο που παραμονεύει / πίσω από τα διαβαστερά οκτάστηλα και πίσω από τις ανακοινώσεις / καθώς στ’ ακροδάχτυλα μιας νόθας πραγματικότητας ο πόνος είναι καθεστώς / θεσμός δοσμένος «light» / έξυπνα πλασαρισμένος πίσω από τις χαρωπές βιτρίνες / πάνω στις οθόνες των βίντεο και πάνω στα καλλίγραμμα πόδια των μανεκέν / πάνω στις ρόγες των ανυπόμονων παρθένων / ενώ στην παγωνιά των χεριών μας τα σύννεφα ανατριχιάζουνε / και κανείς δεν λέει μια λέξη για όλα τούτα που ίσως και να μην συνέβησαν ποτέ / η νύχτα έχει περίοδο… / «…death old friend… death of my cock…» / έσυρε μια λεπίδα γαλάζιο απ’ τα μάτια της Αφροδίτης και χάραξε μια ελαφριά ευθεία / μιαν αχνή ευθεία γραμμή πάνω στο χώμα / που έπινε σιγοσφυρίζοντας την τελευταία βροχή / μέσα απ’ τους ρηχούς τάφους τους οι ανώνυμοι νεκροί τού ανταποδώσανε την χειραψία / κοίταξε το πλάνο ηλιοβασίλεμα / φίλησε τον εαυτό του στο στόμα / και πρόσταξε την καρδιά του να σταματήσει… / «κανείς δεν φεύγει ζωντανός από δω μέσα…» / μίλησε το φεγγάρι και του χάιδεψε τα μαλλιά      

    
ΒΛΑΣΗΣ Γ. ΡΑΣΣΙΑΣ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια