Η Μπαλάντα του Ερωτευμένου

Από το θάνατο ζητάς
τα φιλιά που δεν σου'δωσα
Άραγε σκέφτηκες ποτέ
τι έβλεπα στα μάτια σου
τι ένοιωθα σαν χανόμουν στο φώς τους?

Καθώς η νύχτα την ψυχή σου αγγίζει
μ' ένα βλέμμα
μπαίνω μέσα σου.
Ουρλιάζω, ουρλιάζω σιωπηλά
μα εσύ είσαι ανήμπορη
ν' ακούσεις την κραυγή μου.
Ναρκωμένη απ' τα φιλιά του ύπνου
μου δίνεσαι.

Στο σκοτάδι παρατηρώ
τις καμπύλες του κορμιού σου,
Ένα ρίγος με διαπερνά
στη σκέψη πως δεν είσαι δική μου
Σ' αγαπώ, σ'αγαπώ
μα φωνή δεν έχω πια να σ' το φωνάξω,
δεν έχω πια φωνή.
Μου την πήρες.

Πετάω, γελάω, κλαίω,
μένω σιωπηλός
στα χάδια που μου χάρισες πριν λίγο,
Είσαι η ηδονή, το πάθος
στο άδειο δωμάτιο της ψυχής μου.

Τα χέρια σου θυμάμαι
όταν με άγγιζες ενώ
έτρεμες από κρύο.

Παραμένω σιωπηλός
μπροστά στους καθρέφτες,
τους καθρέφτες σου που με κοιτούν
γεμάτοι απορία, γεμάτοι πόθο,
γεμάτοι κρυφές αλήθειες,
σαν πολύτιμα κοσμήματα
ξεχασμένα στο σεντούκι
ενός παλιού ετοιμόρροπου σπιτιού.

Φωνάζω, φωνάζω τ' όνομά σου,
σπαράζω μα δεν το δείχνω...
Γιατί απ' το θάνατο ζητάς
τα φιλιά που ποτέ δεν πήρες.
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μα ποτέ,
ποτέ δεν θα το μάθεις,
γιατι ζαλισμένη από τον Ύπνο
δίνεσαι στον δίδυμο αδερφό του

Μαρία Κατσοπούλου

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΗΣ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια